Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ



Η περιοχή όπως ήταν λίγο πριν την εποχή που θα κτιζόταν το σπίτι. Στο βάθος το κτίριο «Βάιλερ» όπου σήμερα βρίσκεται το Ν.Μουσείο Ακροπόλεως. Η θέση του θα είναι στο βάθος δεξιά, όπου μερικά διάσπαρτα οικήματα. Το όριο του οικοπέδου Βάιλερ, όπως το ορίζει η τυφλή επιφάνεια του κτηρίου δεξιά αμέσως μετά τα δένδρα, είναι η γραμμή της σημερινής οδού Μητσαίων.



Άποψη της περιοχής Ακρόπολης από τον λόφο του Φιλοπάππου, λίγο πριν τον πόλεμο του’40
Η οδός Δ. Αρεοπαγίτου είναι στην παλαιά της χάραξη στο ύψος του Ηρωδείου. Στο μέσον, διακρίνεται, από την κατεύθυνση που ορίζουν οι όψεις των κτηρίων, η οδός Ουέμπστερ. Στα δεξιά και επί της οδού Δ. Αρεο/του φαίνονται οι πίσω όψεις των οικοδομών Μαντούβαλου και Κουρεμένου.




Στο τέλος του χρόνου που πέρασε, ήλθε και το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Αυτής που ταύτισα με το σπίτι μας, το οποίο πλέον μετά τις αργόσυρτες προσυμφωνίες και μετέπειτα συμφωνίες και συμβόλαια, δόθηκε στην αειθαλή αντιπαροχή.
Το θυμάμαι το σπίτι αυτό όταν παιδί είχα έρθει με τον πατέρα μου επίσκεψη στην θεία Αγγελική Ηρακλέους που το κατοικούσε. Το είχε κατασκευάσει ο άνδρας της, μηχανικός τότε της σχολής των Τεχνών, στα 1900. Το οικόπεδο υπήρχε από το 1880. Νεοκλασικό, όπως ήταν τότε του συρμού, με αυλίτσα, πέργκολα που κρατούσε κληματαριά σιδερίτη και χαγιάτι με θέα τον Παρθενώνα, έως ότου οι αναγηρώμενες, ταχύτατα οικοδομές μας κόψανε την θέα.
Συγκατοικήσαμε μα την θεία Αγγελική, η οποία μας «έφυγε» σχεδόν 90 ετών και το σπίτι, γειτονιά με την Ακρόπολη και την Πλάκα, έγινε η αγκάλη που ζέστανε την αίσθηση της σιγουριάς μας για τα επόμενα 50 χρόνια.. Η μικρή απόσταση από τους ιστορικούς χώρους Ακρόπολης, λόφου Φιλοπάππου, Πλάκας και Θησείου, μας πλούτισε με εικόνες, αίσθηση του μέτρου, την φύση της Αττικής και της αρχιτεκτονικής, αρχαίας και νεότερης.




Όπως ήταν το έτος 1953.



























Πάνω, η όψη του δρόμου και κάτω η όψη της αυλής με το τζαμωτό του χαγιατιού.




Η θεία Αγγελική με τον εξάδελφό της λίγο πριν τα 1900.




Οι δρόμοι, ο δικός μας και οι κάθετοι, ήσαν χωμάτινοι. Λάσπη τον χειμώνα και σκόνη του καλοκαίρι. Φρόντιζε ο Δήμος, κατά τις 5 το απόγευμα, να στέλνει βυτίο να ραντίζει, έτσι ώστε να καταλαγιάζει η σκόνη και να μας δροσίζει για λίγη ώρα. Αμέσως μετά, από το βάθος του δρόμου, ακουγόταν η φωνή του παγωτατζή που διαλαλούσε τα παγωτά «Έβγα». Η ασφαλτόστρωση έγινε σταδιακά με την έναρξη του Φεστιβάλ Αθηνών και οπτικού εξωραισμού της περιοχής. Πρώτα οι κάθετοι προς την Δ. Αρεοπαγίτου, μια και φαίνονταν από τους τουρίστες και τους επισκέπτες του Ηρωδείου και αργότερα, δεν θυμάμαι πότε, οι παράλληλοι, όπως ο δικός μας.





Στη γειτονιά πλειοψηφούσαν τότε οι μονοκατοικίες, με αρκετά κενά οικόπεδα, τα οποία σταδιακά αγοράζονταν για την κατασκευή νεότερων μονοκατοικιών από νεοαφιχθέντες γείτονες. Αυτά πριν την εμφάνιση της αντιπαροχής. Πολλές από αυτές δεν ενέδωσαν στις εργολαβικές σειρήνες, ίσως γιατί κάλυπταν τις ανάγκες των ιδιοκτητών τους μέχρι και σήμερα. Συνήθως διώροφα, με ένα άνετο διαμέρισμα ανά όροφο, εξασφάλιζαν στέγη για το μέλλον των, κατά κανόνα δύο παιδιών, οπότε και η αντίστοιχη αντιπαροχή δεν θα προσέφερε περισσότερα, πλην της ταλαιπωρίας.


Σε ένα -δύο από τα μεγαλύτερα κενά οικόπεδα της περιοχής, χτίστηκε η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή και στο άλλο και απέναντι του προηγουμένου, το ξενοδοχείο “Divani”. Το τελευταίο κτίστηκε στον χώρο που καταλάμβανε παλαιότερα ο θερινός κινηματογράφος «Ερέχθειον», που μαζί με το «Σινέ Παρί», τον «Πρωτέα», το «Θησείον» και την «Αίγλη του Ζαππείου μας περικύκλωναν, ακτινωτά και αποτελούσαν την καθημερινή, σχεδόν, κατάληξη στις φυγόκεντρες βραδινές μας εξόδους. Τότε τα θερινά άλλαζαν πρόγραμμα τρεις φορές την εβδομάδα, με έργα της χειμερινής περιόδου. Έτσι ξαναβλέπαμε αυτά που μας είχαν εντυπωσιάσει, ή επιτέλους, βλέπαμε αυτά που είχαμε χάσει. Το «Σινέ Παρί και κύρια το «Θησείον» προσέφεραν και θέα στην Ακρόπολη. Πράγμα που απέβαινε πολύ θετικό όταν η ταινία ήταν βαρετή.



Το Φεστιβάλ Αθηνών, εκτός των ασφαλτοστρώσεων, έφερε μεγάλες αλλαγές στην περιοχή, με κύρια την αναβάθμιση της οδού Δ. Αρεοπαγίτου και την διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου της Ακρόπολης και του Λόφου Φιλοπάππου. Η εργασίες έγιναν με την καθοδήγηση του αρχιτέκτονα Δ. Πικιώνη και αποτελούν ένα από τα ωραιότερα δείγματα αρχιτεκτονικής υπαίθριου χώρου στο κόσμο.
Η αρχιτεκτονική ποικιλότητα της περιοχής περιελάμβανε όλα τα στυλ που διεκδίκησαν μερίδιο αισθητικής προσφοράς από την εποχή του Τρικούπη μέχρι τις μέρες μας. Η ταξική διαστρωμάτωση ποίκιλε και καθρεφτίζονταν στο μέγεθος και την ποιότητα κατασκευών. Μικρά μονώροφα με αυλίτσα και διώροφα, τριώροφα μέγαρα παντός τύπου. Νεοκλασικά, νεοκλασικίζοντα, Αρ Ντεκώ, υπολανθάνουσα Αρτ Νουβώ, Μπαουχάουζ (κοντά ήταν το στούντιο του Θ. Βαλεντή), προπολεμικές τριώροφες πολυκατοικίες και νεώτερες της αντιπαροχής, αρκετές εκ των οποίων έγιναν σε σχέδια γνωστών καλών αρχιτεκτόνων του ’50 και ’60.
Στην οδό Καλλισπέρη υπάρχει διώροφη οικοδομή σχεδιασμένη από τον Τάκη Ζενέτο.















Λίγα νεοκλασικά εναπομείναντα στην οδό Καβαλλότι.






Η γειτονιά «καλλιτέχνιζε». Αρκετοί γνωστοί των γραμμάτων και τεχνών ζούσαν στα πέριξ. Συχνά ανεβαίνοντας την οδό Ροβέρτου Γκάλι λίγο πριν τον «Διόνυσο» γωνία με οδό Ουέμπστερ, στο ισόγειο έμενε ο Μπόστ. Το σπίτι ήταν προίκα της γυναίκας του, η αδελφή της οποίας έμενα στον πάνω όροφο. Αν το παράθυρο του γραφείου του, που έβλεπε στην Ρ. Γκάλι, ήταν ανοικτό, σταματούσα προς στιγμή να κοιτάξω κλεφτά μέσα γιατί είχε πολλά έργα του αναρτημένα στον απέναντι του παραθύρου τοίχο. Θυμάμαι το ανάπτυγμα σε κατά το μήκος τομή, ενός πλοίου. Αργότερα άμαθα από την κουνιάδα του, μα την οποία κάναμε μαζί αγγλικά στην ίδια δασκάλα, ότι ήταν η «Χριστίνα» του Ωνάση. Του το είπα όταν τον γνώρισα στην Θεσσαλονίκη το ’75, σε προεκλογική παρουσία του ΚΚΕ με το οποίο κατέβαινε, νομίζω, υποψήφιος . Μαζί του ήταν και ο συνυποψήφιος του ο, εκλειπόν πλέον, καθηγητής του Α.Π.Θ. Παύλος Πετρίδης.
Στην οδό Ουέμπστερ κάθονταν και ο Σπύρος Βασιλείου. Το σπίτι ήταν όψιμου νεοκλασικισμού, στο οποίο είχαν κάνει προσθήκη κατ’ όροφο, όπου βρισκόταν το διαμέρισμα και το ατελιέ. Λόγω της γνωριμίας μου με τις δύο θυγατέρες του επισκεπτόμουν το σπίτι όπου και με εντυπωσίαζε ο μεγάλος πίνακας αναπαράστασης της θέας που είχε το διαμέρισμα από την πίσω πλευρά., προς την Ανατολή. Η εικόνα ξεκινούσε από τα Προπύλαια της Ακρόπολης και έφτανε στην νότια κορυφογραμμή του Υμηττού. Σχεδόν στη μέση στο κάτω μέρος, έβλεπα το σπίτι του αγαπημένου φίλου Γ.Π. η αυλή του οποίου είχε μεσοτοιχία με το σπίτι των Βασιλείου και ήταν και ο λόγος γνωριμίας μας με τα κορίτσια.
Στην συμβολή των οδών Μισαραλιώτου και Βείκου ήταν μέχρι τα μέσα του ’60 και η διώροφη κατοικία της οικογένειας του ζωγράφου Αλ. Αλεξανδράκη. Από τα ωραιότερα κτίρια της παλαιάς Αθήνας με μεγάλο κήπο και με κάποια στοιχεία, απ’ όσο θυμάμαι, Αρ Νουβό.
Δίπλα στο σπίτι μας, στο διώροφο αριστερά, όπως φαίνεται στην φωτογραφία, έμενε το ζεύγος Φραντζεσκάκη του «Ζυγού». Όταν το σπίτι έγινε πολυκατοικία (η πρώτη της γειτονιάς), έφυγαν. Δεν έτυχε να ξανασυναντηθούμε. Τους κτυπούσα το κουδούνι, παιδί τότε, για μια καλημέρα με την ελπίδα όμως να μπω για λίγο μέσα στο διαμέρισμα, όπου θαύμαζα στους τοίχους ωραία έργα ζωγραφικής. Με είχαν εντυπωσιάσει οι πρωτότυπες μήτρες, για ακουαφόρτε και ξυλογραφία, που αναρτούσαν μαζί με τα άλλα έργα.

Δεξιά, η κατοικία Οικονόμου στέγασε για πολλά χρόνια το ένα από τα δύο παραρτήματα του Γ’ Γυμνασίου θηλέων. Από εκεί αποφοίτησαν η Μάρω Κοντού, η Νανά Μούσχουρη, η Μίκα Φατούρου και η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου. Δεν έτυχε να τις συναντήσω τότε, αλλά έτυχε να τις γνωρίσω μετά από 40 σχεδόν χρόνια όλες στην Θεσσαλονίκη, πλήν της Μούσχουρη.
Προς το τέλος του ’50, αποφασίσθηκε η επέκταση του σπιτιού, με προσθήκη σε βάρος της αυλής. Η προσθήκη περιελάμβανε και πρόβλεψη ορόφου για την μελλοντική αποκατάσταση και των δύο γόνων της οικογένειας. Η επέμβαση όμως, σε ότι αφορά την αισθητική πλευρά, ήταν ατυχής. Ο αρχιτέκτων που ανέλαβε την μελέτη «εκμοντέρνισε» το νεοκλασικό, κάνοντάς το ένα άχαρο «minimal», όπως θα λέγαμε σήμερα.
Το «κουτί» της φωτογραφίας, σίγουρα δεν έχει την «χάρη» του παλαιού, αλλά να υπενθυμίσω ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του ’50, επέβαλε μία ασυγκράτητη ανανέωση σε όλα. Στα κτίρια , η αισθητική αγοραίου μπάουχαουζ των πολυκατοικιών, επέβαλε λιτές γραμμές και καθαρές επιφάνειες.


Το σπίτι λίγους μήνες πριν την κατεδάφιση.



Το διπλανό κτίριο της οικίας Οικονόμου, που στέγαζε για χρόνια το 3ο Γυμνάσιο Θηλέων















Η γιότσα με τα συμπληρώματά της, που φέραμε από το νησί, για να μην στερούμαστε την αύρα του.












Η φορτέτσα βέκκια μες το ιόνιο φώς,.









Και το τέλος μιας εποχής.





Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

ΔΙΑΦΆΝΕΙΑ ΤΩΡΑ. ΟΛΑ ΕΞΩ, ΣΤΟ ΦΩΣ ή άλλα λόγια ν' αγαπιόμαστε



Διαβάζω στον «Στάθη» της «Ελευθεροτυπίας» (15/1) τα σχόλια για την εκδήλωση της οργάνωσης «Διεθνής Διαφάνεια Ελλάς», με θέμα την διαφθορά, όπου γράφει για τον Προϊστάμενο της εν λόγω οργάνωσης, τον κ. Μπακούρη που τσίμπησε 500.000.000δρχ σαν αποζημίωση απόλυσης από προϊστάμενος του Οργανισμού για τους Ολυμπιακούς αγώνες, όπου δεν έκανε τίποτα. Η εκδήλωση έγινε «στην Μέκκα της Διαφάνειας εν Αθήναις, στο Μέγαρο Μουσικής, ένα κτήριο κρυστάλλινο».
Θα συμπληρώσω κάτι που λίγοι πλέον θα θυμούνται και ίσως λίγοι, στο σύνολο των 10.000.000 νεοελλήνων, το ξέρουν. Ότι η παράπλευρη-συνεχόμενη του Μέγαρου Μουσικής πολυώροφη σε βάθος υπόγεια αίθουσα «Τριάντη», συναυλιών και λυρικού δράματος, είναι το μεγαλύτερο αυθαίρετο της επικράτειας. Η οικοδομική άδεια της Πολεοδομίας Αθηνών εκδόθηκε για πολυώροφο υπόγειο πάρκινγκ και αίθουσα συνεδρίων. Χρηματοδοτήθηκε δε από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Γι’ αυτό διεκδικεί ένα διεθνές πρωτείο. Ότι είναι η μοναδική όπερα κατακόμβη, που δεν καμαρώνει σαν το εμφανέστερο και το ομορφότερο αρχιτεκτόνημα της πρωτεύουσας. Κάτι δηλαδή σαν την Όπερα Γκαρνιέ στο Παρίσι, το Κόβεντ Γκάρντεν στο Λονδίνο ή το Μετροπόλιταν της Ν. Υόρκης. Όλα στα κρυφά και τα μουλωχτά. Όπερα ρουφιάνων και τρακαδόρων.