Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2007

«ΠΑΝ ΜΈΤΡΟΝ ΑΡΙΣΤΟΝ» ή αλλιώς, μας σώσανε τα κούφια λόγια








Αναλογίες, κλίμακα, αίσθηση του μέτρου, όροι πολυχρησιμοποιημένοι στις αναφορές δασκάλων και λογοτεχνών, όταν μας δασκαλεύουν στην αισθητική παράδοση της αρχαιότητας. Και όχι μόνο, αλλά και στα τρέχοντα του πολιτισμού που σαν κληρονόμοι, παράγουμε διαπλάθοντας την ύλη. Είτε ζωγραφική είναι αυτό είτε γλυπτική, ή φωτογραφία, αλλά κύρια,αρχιτεκτονική. Στην επιβεβλημένη, από την ανοικοδόμηση, σάρωση σε βάρος του παλαιού «μέτρου», στη Γαργαρέττα των νεοκλασικών κτιρίων και αρ νουβώ (ναι, υπήρχε και ένα τέτοιο στην συμβολή των οδών Μισαραλιώτου με Βείκου), επεβλήθη το νέο κόσμημα. Αδιαμφισβήτητο καμάρι του ΥΠΠΟ και των παραγόντων του ΟΑΝΜΑ, θέλοντας να επιδειχθεί η σχέση του νέου κτιρίου με τον ιστορικό χώρο κρέμασε την τεράστια αυτή φωτογραφίαστο τυφλό τμήμα της οικίας Κουρεμένου. ( Με την κατεδάφιση του γωνιακού με αριθμό 15 ξεγυμνώθηκε το 17 και υποβαθμίστηκε εμφανέστατα). Τα σχόλια, για όσους όντως έχουν αίσθηση του μέτρου, των αναλογιών και της κλίμακας, ίσως περιττεύουν . Η διαπίστωση είναι ότι οι εντεταλμένοι από την Πολιτεία θεράποντες του μέτρου, των αναλογιών και της κλίμακας, τα στερούνται ολοσχερώς. Παρακμή? Άγνοια? Εθνική ανοησία? Ψάξτε το.

Παρασκευή 9 Νοεμβρίου 2007

ΧΑΡΕΣ ΣΤΗΝ ΜΠΑΖΟΧΩΡΑ

Οδός Λαγκαδά. Αρχαίος δρόμος διάσπαρτος ιστορικών τόπων. Από την προϊστορία μέχρι σήμερα, Άξονας οδικός που, και τώρα όπως αιώνες πριν οδηγούσε στους βόρειους λαούς της βαλκανικής ενδοχώρας και στην βασιλεύουσα. Σπαράγματα καταλοίπων όπως η τούμπα του Δερβενίου, η τράπεζα του Λεμπέτ, το στρατόπεδο Παύλου Μελά, η Μονή Λαζαριστών. Πολλά που επανατοποθετούν την περιοχή στο ιστορικό βάθρο που της αρμόζει. Τα γράφει εύγλωττα ο ιστορικός Σπύρος Λαζαρίδης στο πόνημά του «Από το Βαρδάρι ως το Δερβένι» των εκδόσεων Ζήτρος.
Αλλά άλλες είναι οι βουλές του συστήματος πετρελαιοειδή – ασφαλτικά – δρόμοι - αυτοκίνητο. Δεν λύνουμε το μπλοκάρισμα, απλά το μεταθέτουμε για το άμεσο μέλλον. Ο τζίρος να γίνεται.
Τις προάλλες ανέβηκα την οδό Λαγκαδά με αφορμή ένα ταξίδι μου προς την Θάσο.
Την είχα περάσει κι’ άλλες φορές, μπαίνοντας από διάφορες καθέτους και για περιορισμένες διαδρομές, έτσι που να μην έχω την πλήρη εικόνα των μεγάλων αλλαγών που επέφερε η διαπλάτυνση της οδού αυτής. Από ένα δρόμο τεσσάρων λωρίδων κυκλοφορίας -δύο ανά κατεύθυνση- έγινε με έξη, συν τους εκατέρωθεν παραδρόμους. Κυριολεκτικά σάρωσε τα πάντα στο διάβα του, και απ’ ό,τι βλέπω ο δρόμος αυτός, θα σαρώσει κι’ άλλο, ο αχόρταγος.
Ξεκινώντας από την πλατεία Βαρδαρίου ή Δημοκρατίας, η πρώτη συνάντηση με την λαίλαπα είναι στο ιστορικό νεκροταφείο της Αγίας Παρασκευής. Αυτό στα δυτικά, μαζί με εκείνο της Ευαγγελίστριας ανατολικά των τειχών της πόλης, υπήρχαν από την οθωμανική περίοδο και σήμερα ορίζουν τα όρια της ιστορικής Θεσσαλονίκης.
Το θέαμα ήταν αποκαρδιωτικό. Πίσω από την περίφραξη που ανακαινίστηκε με μεράκι και πανάκριβα υλικά επί «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας ‘97» είχαν ξεπατωθεί οι περισσότεροι από τους έντεχνους μαρμάρινους τάφους, εκ των οποίων πολλοί οικογενειακοί. Είχαν αρχίσει να πετσοκόβονται τα πανύψηλα κυπαρίσσια και παράλληλα να κατεδαφίζεται ο περίτεχνη περίφραξη που έγινε πριν μόλις δέκα χρόνια.



Το νεκροταφείο της αγ. Παρασκευής και οι εργασίες διαμόρφωσης της νέας του εικόνας.


Η προοπτική για το χώρο, πέραν της διαπλάτυνσης που προωθείται, είναι η δημιουργία πάρκου στον χώρο που ήσαν τα μνήματα, διατηρώντας μέρος μόνο αυτών. Καλής προαίρεσης ενέργεια, αλλά γιατί τόση καταστροφή? Γιατί τόση σπατάλη πόρων, φυσικών και οικονομικών?
Τα συμμαχικά νεκροταφεία ακολουθούν μετά στην πορεία του δρόμου, με προεξάρχον το Σερβικό. Εδώ ακόμη δεν ξεκίνησαν τα έργα διαπλάτυνσης της οδού, οπότε η φωτογραφική απεικόνιση είναι άρτια. Υποπτεύομαι ότι υπάρχει κάποιο γραφειοκρατικό κόλλημα, δεδομένου πώς το καθεστώς των συμμαχικών νεκροταφείων υπάγεται σε διακρατικές συμφωνίες. Ο λόγος είναι πως σαν χώροι με την ευθύνη διαχείρισής τους ανήκουν στα κράτη πού έθαψαν τους νεκρούς τους στους βαλκανικούς πολέμους. Ίσως να προκύπτουν δυσκολίες από μέρους τους. Το σερβικό, που η αρχή του ξεκινάει οριακά από την χάραξη της οδού Λαγκαδά, θα υποστεί τις μεγαλύτερες απώλειες. Είναι η μοίρα των Σέρβων φαίνεται. Η προοπτική, που στηρίζεται στην σωστή απόσταση μεταξύ κυρίας εισόδου με το κενοτάφιο, θα μειωθεί αισθητά επιβάλλοντας, ίσως και την κατασκευή κλιμάκων για να ενοποιηθεί η διαφορά ύψους μεταξύ εισόδου και επιπέδου έδρασης του κενοταφίου. Ένα είναι βέβαιο, ότι η αρχιτεκτονική τοπίου αισθητικής των αρχών του 20ου αιώνα που σχεδιάστηκε από τον, ή, τους Σέρβους αρχιτέκτονες θα υποστεί άγριο τσεκούρωμα, προς δόξα των εισαγωγέων αυτοκινήτων, των ασφαλτικών και εν γένει και όλων των υποπροϊόντων του πετρελαίου.














Η κεντρική είσοδος, προς μέλουσα
μετακίνηση.
Η προοπτική προσέγγισης του Κενοταφίου

Να σημειώσω ότι η αρχιτεκτονική του χώρου, κλασσική ευρωπαϊκή μνημειακών χώρων, είναι πολύ υψηλής ποιότητας όχι μόνο στον γενικό και ειδικό σχεδιασμό, αλλά και στην ποιότητα των εφαρμογών. Είδος σπάνιο στην Ελλάδα και γι’ αυτό τον λόγο, πολύτιμο. Εννοείται ότι, η σε 30 τουλάχιστον μέτρα υποχώρηση της κεντρικής εισόδου, δεν θα παρασύρει μόνο τις κατασκευές τις μνημειακής εισόδου – που σίγουρα θα ξαναγίνουν ενδότερα – αλλά θα κόψει και τα πυκνά αιωνόβια κυπαρίσσια που βλέπετε στην φωτογραφία της εισόδου.



















Εκεί στο βάθος που περπατούν τα δύο κορίτσια, θα φθάσει η Λαγκαδά.


Το ψηφιδωτό, στην μετώπη του κενοτάφιου, έγινε σε σχέδιο του Αγήνορα Αστεριάδη



Στη συνέχεια, με την στάση στα φανάρια της διασταύρωσης με το, επίσης ιστορικό στρατόπεδο «Παύλου Μελά», είδα ότι το άλσος των εκατοντάδων πεύκων που αναπτυσσόταν σε ένα μήκος 100 μέτρων κατά μήκος της οδού και με ένα ικανό βάθος για να το υπολογίσω αναδρομικά σχεδόν στα 5 στρέμματα, είχε μείνει το μισό. Αμέσως μετά μισό είδα ν’ αχνοφαίνεται από τα εναπομείναντα πεύκα το κτίριο του διοικητηρίου με λαμαρίνες να καλύπτουν την ανάπηρη πλευρά του. Η ωραία αρχιτεκτονική των αρχών του 20ου αιώνα είχε αρπάξει μια γερή τσεκουριά και μάλιστα σε χρόνους που όλοι, ή σχεδόν όλοι, κόπτονται για τα περί παράδοσης, ιστορικότητας, μνημείων και άλλα ηχηρά.























Αριστερά, το άλσος με το διοικητήριο,

από αεροφωτογραφία του 1996.



Δεξιά ό,τι απόμεινε απότο διοικητήριο.




Κάτω δεξιά, τα πρωτότυπα σχέδια του Διοικητηρίου








Ευτυχώς το κτίριο το οποίο στέγαζε τις θρησκευτικές ενασχολήσεις των τότε στρατιωτικών, δηλαδή το τζαμί, είχε διασωθεί. Για αυτό είχε εφαρμοστεί η τεχνική της μεταφοράς με αργή ολίσθηση προς την νέα του θέση, εσώτερα του δρόμου. Έτσι γλίτωσε, ενώ το κτίριο του διοικητηρίου, όχι. Ο λόγος μάλλον θα βρίσκεται, όχι τόσο στη ευαισθησία των αρμόδίων, όσο στην εξωτερική πολιτική μας σε σχέση με την Τουρκία και τις ισλαμικές χώρες, αλλά και σε λόγους που άπτονται της προστασίας των θρησκευτικών μνημείων, που πρεσβεύει η UNESCO.



















Αριστερά η βόρεια όψη του Διοικητηρίου
σε αεροφωτογραφία.


Δεξιά, ότι έμεινε σήμερα.



Εκεί όμως που ο καθένας δίνει τα ρέστα του είναι λίγο μετά, εκεί όπου βρίσκεται το δημοτικό θέατρο και πολιτιστικό κέντρο του Δήμου Σταυρούπολης.
Εδώ ανακαλύπτουμε μία άλλη πρωτοτυπία. Ότι ένα δημόσιο έργο καταστρέφει ένα άλλο δημόσιο έργο, που στοίχισε λεφτά, που λειτουργεί και εξυπηρετεί δημόσιες ανάγκες και μάλιστα πολιτιστικές.
Θυμάμαι το θεατράκι που στεγάζεται στο κτίριο αυτό, λίγα χρόνια πριν, όταν επί Πολιτιστικής Πρωτεύουσας και μετά, είχε στεγάσει καταπληκτικές παραστάσεις.
Τι να πρωτοθυμηθώ. Την υπέροχη παράσταση που μας χάρισε ο Πήτερ Μπρούκ με το «Τι ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ, και την καταπληκτική Νατάσσα Πάρρυ. Το έργο των Κεχαίδη-Χαβιαρά «Με δύναμη από την Κηφισιά» που ανέβασε το Θεσσαλικό Θέατρο, ή το «Τόσο κοντά» του Θεάτρου του Νότου και τον «Εραστή» του Πίντερ με τους Αλ. Συσσοβίτη και Νατ. Καποδίστρια και άλλα πολλά.

Για ό,τι αφορά τις παραστάσεις του παρόντος, μάλλον έχουν ελατωθεί. Σπάνια ακούω να ανεβαίνει κάτι στη σκηνή του θεάτρου αυτού. Ίσως δεν ενημερώνομαι επαρκώς. Πάντως τελευταία φορά που είδα παράσταση ήταν από πρόσκληση της φίλης Ισαβέλλας Μαρτζοπούλου, που λίγα χρόνια πριν είχε δημιουργήσει στον Δήμο Σταυρούπολης το θεατρικό σχήμα «Θεατρικό Εργοτάξιο», με το οποίο ανέβαζε ενδιαφέροντα έργα με πολιτική χροιά.


















Αριστερά, όπως είναι σήμερα.

Δεξιά, όπως ήταν πριν τη διαπλάτυνση.


Η εν λόγω διαπλάτυνση, λοιπόν, της οδού Λαγκαδά υπερύψωσε τον δρόμο σε σχέση με την είσοδο του θεάτρου, ουσιαστικά καταργώντας την. Έτσι, αντί ο δρόμος να είναι η διευκόλυνση στην πρόσβαση προς το κτίριο, να γίνεται πλέον το εμπόδιο.
Απορώ πώς και δεν συνεργάστηκαν Δήμος με την τεχνική εταιρία, ή μάλλον, τον αρμόδιο οργανισμό που επόπτευε το έργο, για να βρεθεί μια λύση. Γιατί λύσεις πάντα υπάρχουν και γιατί για λόγους, όχι μόνο ηθικούς, αλλά και απόλυτα οικονομικούς για τα χρήματα που σπαταλήθηκαν της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας» τα οποία δεν ήταν από ετεροχρονισμένη δωρεά του Ανδρέα Συγγρού, αλλά από τις τσέπες των φορολογουμένων.

Χθες.














Σήμερα και για πάντα.



Εδώ έρχεται το ωραίο! Ο φορέας και χρηματοδότης του έργου είναι το ΥΠΠΟ. Ο δε υπουργός, που τότε προώθησε το έργο, ο Ευάγγελος Βενιζέλος.
Η χρηματοδότηση προερχόταν από κονδύλια των ολυμπιακών έργων που διαχειριζόταν ο ΥΠΠΟ με το τίτλο «Πολιτιστική Ολυμπιάδα». Έτσι ζήλεψε ο ΥΠΠΟ τα χούγια του ΥΠΕΧΩΔΕ και του έδωσε να καταλάβει. Άλλο να συναναστρέφεσαι με πειναλέους ηθοποιούς και καλλιτέχνες και άλλο με μεγαλοεργολάβους.

Καθυστέρησα τη δημοσίευση αυτού του κειμένου μην θεωρηθεί συμβολή στην αντιπαλότητα των υποψηφίων του θρόνου του ΠΑΣΟΚ. Το φίλμ "Χοντρός - Λιγνός και το Κάθισμα του Αετού" με άφησε αδιάφορο. 'Οχι όμως τα αποτελέσματα της διαχείρησης έργων και πόρων που πληρώνονται από τους φορολογούμενους. Ο τέως υπουργός και φιλόδοξος αρχηγός, μας άφησε παρακαταθήκες, το σάρωμα του λόφου προιστορικού οικισμού στο Ζάγανι στον χώρο του νέου αεροδρομίου Αθηνών, τον τυποκτόνο νόμο περί συκοφαντικής δυσφήμισης, Το βαλτοτόπι και εκτροφείο βατράχων στην πεδιάδα του Μαραθώνα, το επαγγελματικό ασυμβίβαστο των βουλευτών, την προσπάθεια περιορισμού του Άρθρου 24 του συντάγματος για το περιβάλλον και άλλα που δεν θυμάμαι τώρα. Σε τοπικό επίπεδο, μιά και είναι παιδί της γειτονιάς αυτής, έκανε το θαύμα του.
Στον τόπο μας έχουμε καταφέρει και αυτό. Ακόμη και τις προσπάθειες να προωθηθεί η αισθητική μας παιδεία μέσω της Τέχνης, να βρίσκουμε τον τρόπο να τα αναγάγουμε όλα σε εργολαβίες οικοδομικών έργων. Έτσι έγινε και με την «Θεσσαλονίκη Πολιτιστική Πρωτεύουσα ‘97» έτσι και με την «Πολιτιστική Ολυμπιάδα» και με τους με τους καινούργιους πάμε και για χειρότερα.