Τετάρτη 26 Σεπτεμβρίου 2007

TΟ ΤΕΛΟΣ

Η «ΚΑΘΑΡΟΤΗΤΑ» ΤΗΣ ΘΕΑΣ ΤΟΥ ΝΕΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ ΚΑΙ ΤΑ ΘΥΜΑΤΑ ΤΟΥ.







ΑΥΤΑ ΘΑ ΓΙΝΟΥΝ ΜΠΑΖΑ












ΠΑΡΟΜΟΙΩΣ, ΜΠΑΖΑ.






































ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΟΝ ΕΜΠΛΟΥΤΙΣΜΟ ΔΑΣΩΝ, ΡΕΜΑΤΩΝ, ΧΑΡΑΔΡΩΝ, ΚΑΜΕΝΩΝ ΕΚΤΑΣΕΩΝ, ΠΑΡΑΛΙΩΝ κλπ ΜΕ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΑΣ ΠΛΟΥΤΟΥ.
ΑΦΙΕΡΩΜΕΝΟ ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΑ ΣΤΟΥΣ ΡΕΚΤΕΣ ΤΗΣ ΤΕΧΝΗΣ + ΤΗΣ ΦΥΣΗΣ
κ.κ. ΒΟΥΛΓΑΡΑΚΗ, ΛΙΑΠΗ



Για όσους γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στην περιοχή που παλαιότερα λέγονταν Γαργαρέττα ή Κολωνάκι, και θυμούνται την Διον. Αρεοπαγίτου και την εξέλιξη της από το 1953 μέχρι σήμερα, ο δρόμος με το μέτωπο των κτιρίων από την μία πλευρά και τον αρχαιολογικό χώρο από την άλλη, αποτελεί μία εικόνα στερεή στον χρόνο, μέρος της οικιστικής εξέλιξης της Αθήνας και δείγμα της αρχιτεκτονικής από το τέλος του 19ου αιώνα μέχρι σήμερα.
Με χρονική σειρά, από το εργαστήρι του γλύπτη Γεωργαντή, τα δύο έργα του Β. Κουρεμένου, την οικία Μαντούβαλου - Κουβοπούλου, τα νεοκλασικά με πρώτο στη σειρά του Β. Παπαθανασίου, την από ετών κατεδαφισμένη οικία-atelier του Παρθένη, έως την οικίες Ζολώτα και Δραγώνα.
Η διαμάχη για την κατεδάφιση των δύο κτιρίων που κατά την όψιμη γνώμη έγκυρων επιστημόνων, δεν κολακεύει το νέο μας απόκτημα, προβάλλοντας, την πίσω όψη της οικίας Κουρεμένου και την, όντως αρνητική, τυφλή επιφάνεια της οικίας του Β. Παπαθανασίου. αφήνει πίσω ένα βασικό στοιχείο της προκήρυξης, που αποτέλεσε και ένα από τα κύρια προβλήματα προς επίλυση στον σχεδιασμό του. Ακριβώς, η υποχρέωση των μελετητών να λάβουν υπ’ όψιν τους αυτή την παράμετρο. Σοβαρή παράμετρος, μια και παρεμβάλλονται τα κτίρια αυτά μεταξύ του αρχαιολογικού χώρου και του νέου Μουσείου.

Το κτίριο του Κουρεμένου είναι ένα χαρακτηριστικό δείγμα μιας εποχής που ακόμη υπήρχε η φιλοδοξία δημιουργίας μιας αστικής τάξης με ευρωπαϊκές προοπτικές. Μορφωμένοι αστοί, μιας νέας εθνικής κοινωνίας αυτοχθόνων και της διασποράς, που έστησε ένα αρχικό μόρφωμα αστικής κουλτούρας και οικονομίας παραγωγής, όπως ξεκίνησε με την πολιτική Βενιζέλου. Στις όψεις του κτιρίου αυτού αντανακλώνται οι πολιτιστικές αναζητήσεις αυτών, που αργότερα στην λογοτεχνία, θα ψάξουν για μία ελληνικότητα. Από τις ανάγλυφες σε μάρμαρο δύο γυναίκες που κρατούν στο κεφάλι τους φανούς της εισόδου, μέχρι τα περίτεχνα και πλούσια σε χρυσές ψηφίδες μεγάλα ψηφιδωτά στην επίστεψη, εικονίζει της ανησυχίες αυτής που έμεινε γνωστή σαν «η γενιά του 30’».
Τώρα, παρ’ όλον ότι η διατήρηση αυτών τέθηκε σαν όρος του σχεδιασμού, κάποιοι παίρνουν τον αρχικό τους λόγο πίσω, προωθώντας ένα ακόμη έγκλημα κατά της αρχιτεκτονικής ιστορίας αυτής της ταλαίπωρης πόλης.
Όμως, ο Μπερνάρ Τσουμί είναι ένας πολύ γνωστός διεθνώς αρχιτέκτων, με αναμφίβολα, γνώσεις και πείρα τέτοια που βρίσκει τρόπους να παρακάμπτει και να επιλύει τα προβλήματα που προκύπτουν κατά την διάρκεια της σχεδιαστικής πορείας ενός αρχιτεκτονικού έργου. Πολύ περισσότερο όταν το πρόβλημα είναι εξ’ αρχής δεδομένο και αποτελεί και όρο του διαγωνισμού.
Τα προς διατήρηση υπάρχοντα κτίρια, κάτι που δεν είναι άμεσα ορατό, έχουν περιληφθεί στη τελική μελέτη και σίγουρα δεν ενοχλούν τις οπτικές γωνίες από το σύνολο των διαδρομών του μουσείου. Αν δεν είναι έτσι τότε ο πολύς Τσουμί δεν ξέρει την δουλειά του. Επί πλέον, σε κάθε κτίριο μπορεί να προκύψουν κάποια αδύνατα σημεία τα οποία με μαεστρία μπορούν να κρυφτούν ή να αποδυναμωθεί η παρουσία τους δίνοντας τους θέση τέτοια που να μην προβάλλονται άμεσα. Τέτοιο, εκτός από τον όγκο που σταδιακά φαίνεται από την κατηφόρα της οδού Μητσαίων, πιστεύω ότι είναι το στέγαστρο της εισόδου, του οποίου το ύψος, ναι μεν προσφέρει άπλετη θέα στους μελλοντικούς θαμώνες, αλλά το μήκος και το σχήμα φοβούμαι ότι θα προσφέρουν μια κακή εικόνα στους περιπατητές της Διον. Αρεοπαγίτου. Πέραν του απαράδεκτου όγκου, αυτή η «παντόφλα» που υπερίπταται της εισόδου θα είναι το ποιο αρνητικό στοιχείο της όλης σύνθεσης.
Συνολικά, το ενεργοβόρο αυτό κτίριο αποπνέει έντονα αρχιτεκτονική αρχών της δεκαετίας του 60. Ίσως γιατί σαν καλός επαγγελματίας που είναι, εκτός από πολύ γνωστός αρχιτέκτων, κατάλαβε πως τέτοια αρχιτεκτονική έχει πέραση σε μία χώρα όπου η κίνηση της προόδου και των αναζητήσεων είναι αντιστρόφως ανάλογη της κυκλοφορίας ακριβών αυτοκινήτων. Έτσι παρ’ όλον ότι στο παρελθόν είχε πάρει αρνητική θέση για την αναγκαιότητα κατασκευής τέτοιου όγκου μουσείου στο σημείο αυτό, μόλις κτύπησε το καμπανάκι του διαγωνισμού έτρεξε αμέσως να δηλώσει παρών.

Το κτίριο του Κουρεμένου μοναδικό στην Ελλάδα Art Decó υψηλής ποιότητας καθώς και το νεοκλασικό του Παπαθανασίου, ένα από τα ελάχιστα εναπομείναντα στην Αθήνα, κινδυνεύουν να κατεδαφιστούν χωρίς σοβαρό λόγο, αλλά από μία λογική που παραμένει ακόμη στην εποχή της αλόγιστης ανοικοδόμησης με τον φερετζέ της ανάπτυξης.

Από τα πολλά που γράφθηκαν στον τύπο το τελευταίο δίμηνο συγκράτησα δύο άρθρα που υποστηρίζουν τα υπέρ και τα κατά της κατεδάφισης.
Το πρώτο αναφέρεται στη τοποθέτηση του Γεωργίου Αλέξανδρου Μαγκάκη, και το δεύτερο του αν. καθηγητή Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής τουΑ.Π.Θ. κ. Α. Γιακουμακάτου.
Θα ξεκινήσω την παράθεση με την Γνωμοδότηση του Γεωργίου Αλέξανδρου Μαγκάκη η οποία βάζει το θέμα στο βάθρο που του αξίζει και οι περισσότεροι παραβλέπουν. Αυτό αφορά κύρια την ελαφρότητα που αντιμετωπίζονται οι θεσμοί στον τόπο μας όχι μόνο από την άγνοια του μέσου πολίτη, αλλά και από αυτούς που είναι υποχρεωμένοι να τους προστατεύουν λόγω θέσης στη πολιτική και πνευματική ιεραρχία.
Λέει λοιπόν ο Γ. Α. Μαγκάκης:
«…ο χαρακτηρισμός ενός οικοδομικού έργου ως διατηρητέου στηρίζεται, όπως είναι αυτονόητο, στην αναγνώριση της πολιτιστικής σημασίας του, η διαφύλαξη της οποίας υπηρετεί την πολιτιστική μας αυτογνωσία. Ο χαρακτηρισμός, συνεπώς, αυτός δεν μπορεί να αναιρεθεί και να επιτραπεί η κατεδάφιση του κτηρίου, εκτός αν εκ των υστέρων ήθελε κριθεί ειδικά και μόνον ως πολιτιστικά εσφαλμένος. Αν μάλιστα αποτολμηθεί για λόγους πρακτικούς, άσχετους προς το πολιτιστικό νόημά του, τότε εκφράζει πολιτιστική επιπολαιότητα, η οποία συνιστά απαράδεκτη απαξίωση της πολιτιστικής ευαισθησίας μίας κοινωνίας. Η πρόταση, συνεπώς, του αποχαρακτηρισμού των δύο κτηρίων της οδού Δ. Αρεοπαγίτου είναι πολιτιστικά απαράδεκτη, η οποία , αν αποτολμηθεί, θα συνιστά πολύ κακή περίπτωση άσκησης της κρατικής εξουσίας. Ο λόγος δε που προβάλλεται, συγκεκριμένα ότι έτσι οι θαμώνες του αναψυκτηρίου του Ν. Μουσείου θα έχουν καλύτερη θέα προς την Ακρόπολη, είναι αληθινά ταπεινωτικός». (εφ. «Ελευθεροτυπία» 31-7-07)

Σαφής και απλός λόγος ενός νομικού, που διδάσκει την συνέπεια που απορρέει από την σωστή εκτίμηση του νόμου όπου δεν χωράνε ερμηνευτικές απλουστεύσεις. Αντίθετα η απόφαση του Κ. Βουλγαράκη λέει : «…αίρουμε την ολική και διηνεκή προστασία του επί της οδού Διον. Αρεοπαγίτου 17 πολυώροφου κτιρίου ευρισκόμενου εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου Ακρόπολης προκειμένου το νεοανεγερθέν Μουσείο Ακρόπολης, που θα στεγάσει τα αριστουργήματα της ελληνικής πλαστικής από τα μνημεία της Ακρόπολης, να έχει απρόσκοπτη επαφή με τον αρχαιολογικό χώρο του ιερού βράχου με τον οποίο αποτελεί αδιάσπαστη πολιτιστική ενότητα.» κλπ,κλπ.
Για την αναγνώριση της πολιτιστικής σημασίας των κτιρίων, κουβέντα ο κύριος υπουργός, αντίθετα οι υπερβολές και τα λεκτικά κλισέ όπως «…να στεγάσει τα αριστουργήματα… ή …ο ιερός βράχος…» δίνουν και παίρνουν, για να υπογραμμίσουν την αμηχανία του ΥΠΠΟ μπρος σε αυτή την απόφαση.
που, όπως λέει και ο Μαγκάκης, «συνιστά απαράδεκτη απαξίωση της πολιτιστικής ευαισθησίας μιας κοινωνίας».


Το επόμενο άρθρο, του κ. Α. Γιακουμακάτου, με τον τίτλο « Το δίλημμα της κατεδάφισης» στο «ΒΗΜΑ» της 15/7/07, συνηγορεί υπέρ της κατεδάφισης με αντιφατικά επιχειρήματα, κύρια ως προς την ειδικότητά του, Ιστορικού και Θεωρητικού της Αρχιτεκτονικής, στο κύρος της οποίας πλαγιάζει για να μας πείσει.
Από την βάθρο της αρμοδιότητάς του, αφού μας περιηγήσει στην βιογραφία του Β. Κουρεμένου, την ποιότητα της δουλειάς του, την αποδοχή του έργου του με απονομή από την πολιτεία των τίτλων του ακαδημαϊκού και συμβούλου του Ελ. Βενιζέλου, την διατύπωση της κρίσης του για το κτίριο σαν «ευτυχή διατύπωση ενός αφαιρετικού κλασικισμού γαλλικής προέλευσης, σε μία μεταβατική για την νεοελληνική αρχιτεκτονική περίοδο, της οποίας αποτελεί μια από τις πιο εκλεπτυσμένες εκφάνσεις», στο τέλος αποφαίνεται : γκρεμίστε το! Από το Πάνθεον στα Τάρταρα.

Το άρθρο με νευρικότητα κινείται μεταξύ ανάδειξης της ποιότητας, της προς κατεδάφιση οικοδομής, έμμεσης απαξίωσης[1] και προβολής ιδιοτέλειας από μέρους των ιδιοκτητών να σώσουν το σπίτι που μεγάλωσαν και έκτισε και έζησε ο πατέρας τους - λες και δεν το έχουν αυτό το δικαίωμα- αλλά και του παζαρέματος, μια και υπάρχουν δύο κτίρια του Κουρεμένου στον ίδιο δρόμο. Ας χάσουμε το ένα. Θα μας μείνει το άλλο στον αριθμό 3,7 στο οποίο «το σχεδιαστικό ήθος του Ηπειρώτη αρχιτέκτονα διατυπώνεται με ταυτόσημους όρους». «Οι ρέκτες της καλής Αρχιτεκτονικής» εμείς δηλαδή, θα μείνουν έτσι ικανοποιημένοι.
Μπράβο του! Έπιασε τον ταύρο απ' τα κέρατα.
Το ήθος όμως του ρέκτη καθηγητή αποκρύπτει το γεγονός ότι το σπίτι του αριθμού 17 έχει μια άλλη ποιότητα στις πλαστικές εφαρμογές που το κατατάσσουν μοναδικό. Όχι μόνο μεταξύ των άλλων έργων του Β. Κουρεμένου, αλλά και μεταξύ των ελάχιστων στην Ελλάδα και ισότιμο με αντίστοιχα ευρωπαϊκά ή αμερικανικά
Επίσης, η αντιπαράθεση του ιδιωτικού συμφέροντος ( οικία Κουρεμένου ), με το δημόσιο ( Μουσείο) είναι ατυχής για τον κύριο καθηγητή της Ιστορίας και Θεωρίας της Αρχιτεκτονικής. Ο απλός λόγος είναι ότι το κτίριο αυτό ανήκει στην ιστορία αυτής της πόλης και αυτής της χώρας, όπως επίσης και ο αρχιτέκτονάς του. Έχει καταστεί πλέον δημόσιο κτήμα. Υπήρξε μάλιστα και κατοικία του, αν αυτό συντρέχει σαν επί πλέον λόγος διατήρησης ενός κτιρίου, για την τρέχουσα ρωμέϊκη λογική.
Το αν «οι πάσης φύσεως κάτοικοι έχουν δίκιο γιατί απειλούνται οι ιδιοκτησίες τους», θέλω να διευκρινίσω ότι δεν απειλείται καμία ιδιοκτησία μου. Απειλείται όμως η αισθητική μου καθώς και η συναισθηματική σχέση με την γειτονιά αυτή στην οποία η οικογένειά μου κατοικεί για τέσσερις γενιές. Είναι η συνύπαρξη σε βάθος παρελθόντος χρόνου που φτιάχνει και «δένει» την κοινωνία των Πόλεων. Και πάνω σ’ αυτήν τη μαγιά κτίζεται και το μέλλον. Οι αμερικανιές, του τύπου γκρεμίζουμε για να ανανεωθούμε από την μιζέρια (?), δεν πρέπει να σαρώσουν εμάς και ότι ελάχιστο που απέμεινε από το νεώτερο παρελθόν.
Παράλληλα όμως μου γεννιούνται δύο ερωτήματα. Το πρώτο, αν στην θέση των δύο προς κατεδάφιση κτιρίων βρισκόταν, το κοντινό στο Μουσείο σχολείο του Π. Καραντινού, γνωστό και σαν Σχολή Μπούρα, που έχει μελετήσει και δημοσιεύσει ο κ. καθηγητής θα είχε την ίδια άποψη που τρέφει την ορμή στο κατεδαφιστικό του μένος?
Το δεύτερο, αν συναινεί τόσο εύκολα στην εξαφάνιση μοναδικών δειγμάτων της αρχιτεκτονικής, σκέφτηκε αν θα του μείνει και τίποτα να διδάξει στο μέλλον;
Στο ερώτημά του, εκβιαστικό διότι παραθέτει χαρακτηρισμούς με αρνητικούς συνειρμούς, τι να προτιμήσουμε την ιδιωτική οικοδομή του 1925 (όχι δημόσιο και παλαιό) ή το νέο Μουσείο (δημόσιο και μοντέρνο) , απαντούμε, και τα δύο. Θα δικαιώσει ο χρόνος τις επιλογές. Στα πολιτισμένα κράτη η θανατική καταδίκη έχει καταργηθεί και για έναν, επί πλέον του ηθικού, λόγο. Ότι η πλάνη δεν αποκαθίσταται.


[1] Εκτός από την απαξιωτική αναφορά στα «οπίσθια» των οικοδομών, στο ίδιο απαξιωτικό μοτίβο είναι και το ψέμα για το παράνομο πανωσήκωμα, Ο συντάκτης έδειξε αμέλεια στην πληροφόρησή του, (ή μήπως πονηριά;). Ήδη στην «Ελευθεροτυπία» της 10/7/07 σελ.34, αναφέρεται σαφώς από την θυγατέρα του Β. Κ. ότι ο 4ος όροφος κτίσθηκε νόμιμα το 1947.
Και για να παραφράσω τα των "οπισθίων", θεωρώ την οικία Κουρεμένου καλήπυγο.

3 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Συγχαρητήρια για το εξαιρετικό άρθρο...δεν πρέπει να αφήσουμε τους άξεστους ανθρώπους (ανεξαρτήτως παρατάξεως) που μας κυβερνούν να καταστρέψουν κι άλλο την Αθήνα. Το Μουσείο καθόλου δεν απειλείται από τα σπίτια, αφού σχεδιάστηκε λαμβάνοντάς της υπ΄όψη. Η καφετέρια είναι που βλάπτεται. Και το κράτος μας προτιμά την καφετέρια από τα δυο έργα τέχνης. Είναι στιγμές που νοιώθει κανείς ότι μια βάρβαρη φυλή έχει, εδώ και πολλές δεκαετίες, εισβάλει σε αυτή την πόλη, και κάνει ό,τι μπορεί για να τη διαλύσει...

Christophorus είπε...

To κείμενό σου είναι εξαιρετικό και δεν θα μπορούσε να με εκφράζει καλύτερα.
Αν θες, πέρνα κια απ' το δικό μου μπλογκ και πληροφόρησέ με για το αν συναινείς να χρησιμοποιήσω αποσπάσματα από το δικό σου κείμενο. Με πονάει κι εμένα πολύ αυτή η τραγελαφική ιστορία...

Aspasia είπε...

Πάρα πολύ εύστοχο το κείμενο! Συμφωνώ απόλυτα! Εκτός όλων των άλλων, προϋπόθεση στο διαγωνισμό του Μουσείου ήταν η διατήρηση των δύο προϋφιστάμενων κτισμάτων.