Δευτέρα 15 Δεκεμβρίου 2008

Κυριακή 26 Οκτωβρίου 2008

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΠΑΝΤΑ-2

                                   Η διαμονή



.... Ο υπόλοιπος χρόνος, σαν πλατειά θάλασσα, με ατέλειωτο ορίζοντα, κυμάτιζε στη φαντασία μου στόχους και προοπτικές της θερινής δραστηριότητας, που θα με απελευθέρωνε από το καλούπι της σχολικής χρονιάς που γεύτηκα. Σε αυτούς τους στόχους περιλαμβανότανε η θάλασσα, , η ποδηλατάδα, το σινεμά. η ζωγραφική, και το ψάρεμα.

Τις κινηματογραφικές απολαύσεις του καλοκαιριού, τις ικανοποιούσαν τα τρία θερινά σινεμά που διέθετα τότε η χώρα. Το πρώτο λεγόταν «ΟΑΣΗ», το δεύτερο «ΟΡΦΕΑΣ» και το τρίτο «ΦΟΙΝΙΚΑΣ». Και τα τρία ευρισκόντουσαν στην ίδια σχεδόν ευθεία, εκατέρωθεν των ερειπίων του άλλοτε μυθικού “Hotel Bella Venezia” και μεταξύ των πόλων αυτής της ευθείας όπου ορίζονταν από της κοντράδες με την ονομασία «Πόρτα Ριάλα» και  «Πόρτα Ρεμούνδα». Οι επιλογές, όπως καταλαβαίνει κανείς, δεν υπερέβαιναν τις τρεις, για τρεις αλλαγές προγράμματος την εβδομάδα. Θα τις έλεγα πλούσιες. Έπαυαν όμως να είναι πλούσιες σε δύο περιπτώσεις. Η μία αφορούσε την ερεβώδη υποσημείωση «ακατάλληλον δι’ ανηλίκους», η δε άλλη ήταν όταν έφθανε στο νησί ελληνική ταινία. Τότε γινόταν κάτι σαν σεισμός. Ναυλωμένα λεωφορεία από τα χωριά έφερναν κόσμο για να χαρεί Αυλωνίτη, Βασιλειάδου και Φωτόπουλο. Μπάρκουλη, Διανέλλο, Κοκοβιό ή Στολίνγκα. Την ταινία την έπαιζαν ταυτόχρονα και οι τρεις κινηματογράφοι αποκλείοντας οιαδήποτε άλλη επιλογή. Και βεβαίως φθάναμε στο αποκορύφωμα της κινηματογραφικής μας βουλιμίας αν στο πρόγραμμα προβολών συμπεριλαμβανόταν και οι Κερκυραίες, Ρένα Βλαχοπούλου , ή η Υβόν Σανσών. Εγώ που δεν είχα ιδιαίτερη αδυναμία στον τότε ελληνικό κινηματογράφο, πλην των τριών πρώτων και Βλαχοπούλου (λόφω συγγένειας), ένοιωθα εγκλωβισμένος μέσα στην απώλεια των φανταστικών κόσμων που μόνο η κινηματογραφική τελειότητα της χολιγουντιανής φαντασμαγορίας με συγκινούσε. 



                 Η Loggia ή Teatro di San Giacomo, νυν Δημαρχείο. Πίσω φαίνεται το πάλαι ποτέ ξενοδοχείο "ΣΠΛΕΝΤΙΤ" που  μας στέγαζε τα     καλοκαίρια για πολλά χρόνια

Να συμπληρώσω πως ο «ΦΟΙΝΙΚΑΣ» εκτός από θερινός κινηματογράφος-θέατρο περιελάμβανε και δύο επί πλέον δυνατότητες. Αυτήν  των θεατρικών δράσεων στο κλειστό τμήμα του, ένα υπέροχο νεοκλασικό κτίριο, επί πλέον, εκδηλώσεις χειμερινών χοροεσπερίδων.

Κάποιο καλοκαίρι τέλος του ’50, στο θερινό τμήμα του, φιλοξένησε και τον Μίμη Φωτόπουλο με τον θίασό του στον ανεπανάληπτο «Δον Καμίλο», όπου ο ορυμαγδός από τα γέλια έφτανε έως την Σπιανάδα.  Και εκτός αυτών, ο χώρος του «ΦΟΙΝΙΚΑ» περιελάμβανε  και εστιατόριο με πίστα και ορχήστρα όπου οι Κερκυραίοι κατά ή και μετά την ανάλωση μπιτώκ αλά ρούς ή παστιτσάδας, έριχναν και κάνα δυό τανγκό στην τσιμεντένια πίστα για χώνεψη.

Πρόσφατα έμαθα ότι το αφημένο σε αδράνεια και φθορά κτήριο του «ΦΟΙΝΙΚΑ», θα αποκατασταθεί για να συλλέξει νέες δόξες.

    

Η ποδηλατάδα, λόγω ηλικίας, δεν μου επιτρεπόταν να εκτραπεί του ασφαλούς ορίου που καθόριζε η περίμετρος την κάτω πλατείας και ευτυχώς, λες και το γνώριζε, το ποδηλατάδικο του Αλαμάννου που τα ενοικίαζε, ήταν δύο βήματα από την πλατεία και ένα από το πεντοφάναρο. Αυτή η ποδηλατάδα αποτελούσε μια άλλη εκδοχή της ελευθερίας που εκχωρούσε η καλοκαιρινή περίοδος. Αυτή της γεύσης της ταχύτητας, όπου η αίσθηση του αέρα που μου χάϊδευε το πρόσωπο έμοιαζε μ’ απογείωση σ’ ένα αδιευκρίνιστο κόσμο ευτυχίας όπου οι καλοκαιρινές υποσχέσεις λαμπύριζαν σαν τ’ασημένια καραβάκια/τάματα που κρέμονταν στους πολυελαίους του Αγίου. Χρόνια μετά, μανιώδης μηχανόβιος, ξαναζούσα αυτό το συναίσθημα ελευθερίας και ονείρου. Ιππότης ετεροχρονισμένος σε μιά διαρκή φυγή προς απλησίαστους ορίζοντες.

Η θάλασσα γύρω από την χώρα προσέφερε δύο εναλλακτικές λύσεις στην επιλογή μας. Η πλέον άμεση ήταν τα λουτρά του «Αλέκου», στο Φαληράκι, τρία βήματα από την Σπιανάδα. Η άλλη, κοντινή αλλά όχι άμεση, ήταν η πλαζ του “Mon Repos”, ένα περίπου μισάωρο απόσταση από την ίδια αφετηρία.

Η πρώτη εξασφάλιζε την δροσιά των κατοίκων του Καμπιέλο, ήταν όμως μικρή περιοριζόμενη από το στενό σχήμα σε Π που όριζαν οι ξύλινες καμπίνες τοποθετημένες πάνω σε μία μεταλλική εξέδρα.

1953.  Στην πλαζ του Mon Repos. Ο αδελφός μου, η μητέρα., εγώ, η φίλη μας η Αλίκη και η μητέρα της η Νίτσα.

Το  Mon Repos”, ήταν οργανωμένη κοσμική πλαζ, με καμπίνες ντους και κυλικείο, και παρακείμενη του ομώνυμου θερινού ανακτόρου της βασιλικής οικογένειας. Η πλαζ αυτή ακόμη και σήμερα εξασφαλίζει την άμεση πρόσβαση των Κερκυραίων και ένα ευχάριστο κολύμπι μετά την δουλειά, όντας σε μικρή απόσταση από την πόλη.

Και οι δύο αυτές είχαν ένα δίχτυ μεταλλικό, για προστασία από κάποια επίθεση αιμοβόρου πόρφυρα, που ίσως πλανιόταν στα Κερκυραϊκά νερά. Κι’ αυτό δεν ήταν απλή υπόθεση. Λίγα χρόνια είχαν περάσει αφ’ ότου ο πόρφυρας, στα νερά του “Mon Repos”, 50 μέτρα από την ακτή, είχε πάρει μαζί του στα βάθη της θάλασσας την νεότατη Βάντα.

Η πλαζ αυτή ήταν ο καθημερινός παράδεισος της νιότης. Βοή από φωνές, φωνούλες, τσιρίδες άκρατης χαράς και γέλια. Παιδιά και έφηβοι. Λικνιστές παρουσίες κοριτσιών με πλάγια βλέμματα αναστάτωναν τα βράδυα και τα μεσημέρια των αμήχανων περί τα ερωτικά δεκατριάρηδων και δεκαπεντάρηδων αρσενικών, που αρκούμενοι στις φαντασιώσεις, άφηναν πεδίο ελεύθερο στους πιό «μπασμένους» εικοσάρηδες. Κάποιοι από αυτούς, πρωτοετείς φοιτητές σε κάποιο πανεπιστήμιο της Ιταλίας, ήταν εφοδιασμένοι με όχημα. Όταν λέω όχημα αναφέρομαι στις λαμπρέτες ή βέσπες που έφερναν μαζί τους, από την Πάντοβα την Βενετία ή την Ρώμη που έκαναν σπουδές και αποτελούσαν ισχυρό όπλο γητέματος στο ρευστό ερωτικό φόρο.

Ο «Πόντες», ξύλινη εξέδρα που έμπαινε βαθιά μέσα στη θάλασσα, ήταν εκθετήριο γυμνών σωμάτων που μαύριζαν πασαλειμμένα με λογής-λογής λάδια, ενώ με αργό μελετημένο βάδισμα κάποιοι νεαροί διέσχιζαν την απόσταση από την παραλία μέχρι την άκρη του Πόντε, για να αφήσουν την πετσέτα τους και να επιδείξουν την ικανότητά τους σε μία κατάδυση από το ύψος των 4 μέτρων.

Ο αδελφός μου, παιδί τότε, είχε ανακαλύψει το δικό του Ελντοράντο ανάμεσα στα φύκια και τις πέτρες του υποκείμενου στον πόντε βυθού, όπου, εξοπλισμένος με μάσκα και αναπνευστήρα μάζευε τα κέρματα που έπεφταν από τα τσεπάκια των μπανιερών των βουτηχτάδων, ή τις τσάντες των κυριών των παραδομένων στο μαύρισμα της επιδερμίδας. 

Προς τις μεσημεριανές ώρες, με την κόπωση της κολύμβησης και του ήλιου όλοι καταλήγαμε στην σκιά των πανύψηλων δένδρων, όπου το κυλικείο παρείχε αναψυκτικά παγωτά ούζο με μεζέ και που, ήδη, οι γονείς μας με τις παρέες τους απολάμβαναν την δροσιά εν μέσω των ήχων των τζιτζικιών και του τζουκ-μποξ από το οποίο κατά κύματα πελάγιζαν οι, Ρενάτο Καρόζονε, Μαρίνο Μαρίνι, Πατ Μπουν, Σέρτζιο Εντρίγκο, Έλβις Πρίσλεϋ, Πλάτερς και άλλοι αστέρες της εποχής. Όμως, σαν απαραίτητη ηχητική υποσημείωση, όλα (μα όλα λέω) τα τζουκ-μποξ της Κέρκυρας είχαν απαραίτητα ένα και μοναδικό δισκάκι-εξαίρεση μέσα στο σύνολο της μουσικής προσφοράς. Αυτό το 45άρι στην μια του πλευρά είχε το χορωδιακό από το Nabucco  ...va pensiero sull’ ali dorate... και από την άλλη την Zingarella από τον Trovatore του Verdi.

Mα ο Verdi δεν περιοριζόταν μόνο στο δισκάκι των κορφιάτικων τζουκ-μποξ. Λες και πήγαζε από παντού.  Όταν, καμιά φορά, επιστρέφαμε στο ξενοδοχείο αργά το μεσημέρι, κοντά στις 4 και μισή, η ορχήστρα της Φιλαρμονικής έκανε πρόβα για τη συναυλία της Πέμπτης και η μουσική ξεχύνονταν από τις γρίλιες των σκούρων κι’ αρμένιζε σ’ όλη τη ρούγα της Νικηφόρου Θεοτόκη, μες στη κάψα και την ερημιά του μεσημεριού.

 


Όταν, γύρω στα 1960, η φιλαρμονική αποφάσισε να διευρύνει το ρεπερτόριο με νέα Ελληνική μουσική και εισήγαγε του ήχους του Μίκη, τότε σαν κάτι να μην μου γυρνούσε καλά. Το κιόσκι της μπάντας στη Σπιανάδα εξέπεμπε μουσικές νότες που δεν συνταίριαζαν με την αρχιτεκτονική που περιέβαλε τον χώρο. Οι πλαστική γεωμετρία των όψεων των κτιρίων δεν άφηνε ανάγλυφες υποδοχές που να συνταιριάζουν με τους μουσικού φθόγγους του Θεοδωράκη  και οι διέσεις των σκιών των αναγλύφων στις όψεις, απέκρουαν τα τσαλίμια της λαϊκότροπης σύνθεσης.

Μοναδική έμπρακτη άρνηση της μουσικής νεοτερικότητας, χωμένος στο βάθος της κλίμακας που οδηγούσε στα δημοτικά ουρητήρια της Σπιανάδας, ήταν ο γέρων επόπτης τους. Αυτός πολεμούσε την ανία του χρόνου χάρη στην παρηγοριά του 3ου προγράμματος, καθισμένος δίπλα στο μικρό τραπεζάκι που βρισκόταν το ραδιοφωνάκι μαζί με το πιατάκι των κερμάτων και με μόνη θέα ένα κομμάτι του ουρανού που ατένιζε όταν σήκωνε το κεφάλι ψηλά.

 

 

Δευτέρα 29 Σεπτεμβρίου 2008

ΕΠΙΣΤΡΕΦΟΝΤΑΣ ΠΑΝΤΑ

O Xώρος



Στην αρχή όλα φαινόντουσαν θολά. Αργά το πρωί και στον ορίζοντα δεν ξεχώριζες την θάλασσα από τον ουρανό. Ιούλιος μήνας και η υγρασία κόλλαγε πάνω στα μπράτσα, η θάλασσα ήταν ήρεμη σαν πηγμένο λάδι και στην επιφάνειά της αραιά και που, σκάζανε μικρές φυσαλίδες σαν να ανέπνεε ο βυθός ή, μάλλον τα φύκια, που στα ρηχά οι άκρες τους ξεπρόβαλαν λίγο στην επιφάνεια σαν ανατρίχιασμα του νερού.
Μπενίτσες, πανσιόν “ΣΠΙΝΟΥΛΑ” 1950. Δίπλα στην ακτή, όχι μακριά από το χωριό. Η παραλία ένα ατέλειωτο στρώμα από φύκια και που και που, λίγη άμμος και πέτρες. Αργότερα, λίγα χρόνια μετά, έμαθα να ψάχνω για σκουλήκια σκαλίζοντας με τα δάκτυλα ανάμεσα στα φύκια και να οπλίζω τα αγκιστριά για το ψάρεμα.
Το καϊκι, μας είχε φέρει εδώ για λίγες μέρες έως ότου να τελείωνε ο πατέρας μου κάποιες δουλειές του, ενώ εμείς παράλληλα να μην χάναμε την ευκολία της άμεσης επαφής με τη θάλασσα.
Στην χώρα πήγαμε μετά από λίγες μέρες και εγκατασταθήκαμε στο ξενοδοχείο «PENSION SUISSE». Ήταν στο δεύτερο συγκρότημα κτιρίων του συνόλου των δύο που συναποτελούν το γνωστό «Λιστόν». Η είσοδος από την οδό Καποδιστρίου έβλεπε το απέναντι γαλακτοπωλείο του Μπούζη, που για επόμενα χρόνια θα ήμασταν μόνιμοι θαμώνες για το πρωϊνό μας γεύμα. Το δωμάτιο, στον τρίτο όροφο, έβλεπε στην πλατεία και το φρούριο.
Λίγα τότε τα αυτοκίνητα, πολλά τα κάρα και τα αμάξια. Τα πρώτα για τα εμπορεύματα, τα άλλα για τους ανθρώπους. Πολλά και τα άλογα τα ούρα και η καβαλίνα. Λεπτομέρεια μόλυνσης παλαιάς κοπής. Υπήρχαν και κάποια ταξί, με την ένδειξη «ΑΓΟΡΑΙΟ», σταθμευμένα αντίκρυ στο πενταφάναρο στην αρχή της πάνω πλατείας, στην σκιά των δένδρων. Τα ταξί αυτά ήσαν τα τελευτά δείγματα της αμερικανικής αυτοκινητοβιομηχανίας των χρόνων μεταξύ 1925-’30. Με κουκούλα και έξη θέσεις που γινόντουσαν οκτώ ανοίγοντας δύο πτυσσόμενα καθίσματα κρυμμένα στο δάπεδο. Θύμιζαν εποχές, της ποτοαπαγόρευσης στο Σικάγο που παροπλισμένα πλέον από τέτοιες δράσεις, είχαν έρθει σε αρωγή των Κερκυραίων ταξιτζήδων.


Το επόμενο βήμα στην επαφή μου με το νησί, ξεκίνησε με των ήχο των λέξεων, που ο κυματισμός της ομιλίας, σαν γνώριμος ήχος, ανακάλυπτε ξαφνικά τον γεωγραφικό του τόπο.
Αν και η ομιλία μου ήταν οικεία από την μητέρα μου, τα αδέλφια και τις θειές της, η ξαφνική διαπίστωση μιας μαζικής πλέον ηχητικής ομοιογένειας μου γέννησε ένα αίσθημα θαλπωρής. Εκείνες, εγκατεστημένες στην Αθήνα από έτη, αντιστέκονταν στο νέο κοινωνικό περιβάλλον προβάλλοντας την ιδιαιτερότητά τους στο κράτημα, σε ελαφρύ τόνο, της Κερκυραϊκής εκφοράς της ελληνικής γλώσσας. Κάτι σαν θυρεό εθνοτοπικότητας, που εύρισκε την κοινωνική του συνάφεια και ισχύ μέσα στον χώρο της κερκυραϊκής παροικίας, που στέγαζε αυτές τις ιδιαιτερότητες εντός του συλλόγου «Η ΝΑΥΣΙΚΑ». Ο τελευταίος με συχνές δόσεις εκδηλώσεων έφερνε σε επαφή τους «ξενιτεμένους», μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνονταν και άλλοι επτανήσιοι από τους οποίους θυμάμαι δύο Ζακυνθινές φίλες της μητέρας μου και μια θεία Κεφαλλονίτησα.



Το Καμπιέλλο, ασκούσε και ακόμη ασκεί, την γοητεία του αχανούς όπου όλα μοιάζουν να είναι ξαφνικά και μη προβλέψιμα. ¨Ένας χώρος μιας διαρκούς περιπέτειας όπου το χάνομαι και με ξαναβρίσκω μέσα στα δαιδαλώδη στενά καντούνια, ήταν το παιχνίδι - τελετουργία άφιξης στο νησί.
Πρώτος στόχος ήταν η ανακάλυψη της κατοικίας της θείας μου, μέσα από ένα νοητικό μηχανισμό προσανατολισμού και διέλευσης από νέες διαδρομές, όπου ο αποπροσανατολισμός, η αγωνία του «χάθηκα» και η ανακούφιση στην φανέρωση γνωστών σημείων αναφοράς, εξύφανε στον νου μου μία μοναδική εμπειρία επιβεβαίωσης ικανοτήτων στην απομνημόνευση χώρων, αστικής τοπιογραφίας, λεπτομερειών αρχιτεκτονικής και μυρωδιών. Οι τελευταίες ήταν ένα εναλλασσόμενο χαρμάνι από μυρωδιές αποχετεύσεων, γατίλα, αρώματα μαγειρευμένων φαγητών και στο πέρασμα από κάποια εκκλησία, λιβάνι. Στην οσφρητική μου συλλογή εμπειριών περιλαμβάνονταν και αυτές του εσωτερικού των σπιτιών όπου κυρίαρχη, αμέσως από την εξώθυρα, ήταν μυρωδιά της ξυλείας. Το άρωμα του κυπαρισσιού και της λαρίσας.

Η ανακάλυψη του ξέφωτου της εκκλησίας του Παντοκράτορα, σήμανε το πλησίασμα στο σπίτι της τζίας Νίτσας και των εξάδελφων μου.
Το ξέφωτο αυτό στην καρδιά του Καμπιέλλου, ήταν αποτέλεσμα των βομβαρδισμών του 1940 και ’43. Η εκκλησία τότε είχε ακόμη τραύματα της καταστροφής αυτής και έμενε κλειστή. Ψηλά στην κορυφή της όψης περήφανα ατένιζε το κενό που άφησε η βία, ένας Αρχάγγελος. Χρόνια μετά εντρυφώντας στις πανεπιστημιακές μου μέρες, στα συγγράμματα της ιστορίας της τέχνης βλέποντας τα γλυπτά του G.L. Bernini μου έρχονταν στο νου ο Αρχάγγελος του Παντοκράτορα, φάρος για χρόνια που σηματοδοτούσε το πλησίασμά μου στο συγγενικό σπίτι.
Η ανακάλυψη της κατοικίας των συγγενών μου και η ανακοίνωση της άφιξής και παραμονής μας για το δίμηνο του καλοκαιριού, επισφράγιζε την έναρξη της Κερκυραϊκής μας ζωής.

Δευτέρα 25 Αυγούστου 2008

ΣΤΕΝΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ


Ακτής γραμμή,
"ακτογραμμή"
Μαμμή για πέρα σκέψεις
Σαν κόκκοι άμμου αριθμός,
Aταξινόμητος καϋμός
Σε σπρώχνει για να σηκωθείς
Σε θάλασσα να τρέξεις.

Στο Λινάκι που "θολώνει" εύκολα

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2008

Η ΚΙΡΚΗ

photo του SATANASSO


ΚΟΛΑΦΩΝ

Επί τέλους χθες απελευθερώθηκα από τον φόρο υποτέλειας που κατέβαλα επί ένα χρόνο στην VODAFON.
Πως, γιατί?
Περσινή αμαρτία. Μόλις μπλεγμένος στη γοητεία των μπλογκς και έχοντας σε χρήση φορητό υπολογιστή και με την προοπτική να πάω στην Κέρκυρα για λίγες εβδομάδες, είπα να μην στερηθώ την επαφή μου με το είδος.
Έτσι προσέγγισα την VODAFON που καιρό τώρα διαφήμιζε την κάρτα ασύρματης σύνδεσης internet. Έκανα εγγραφή στην υπηρεσία VM80 3G, με επιδότηση συσκευής-κάρτας (220€), επέλεξα την εξόφληση μέσω τραπεζικού μου λογαριασμού κι’ έτρεξα να ετοιμάσουμε βαλίτζες , αυτοκίνητο κι’ από Θεσσαλονίκη αυθημερόν, μαζί με το Λινάκι, να φτάσουμε στο Πεντάτι ν΄ αγναντεύουμε το Ιόνιο, τον Αϊ Γόρδη και τον Πέλεκα.
Η επομένη μέρα με βρήκε γεμάτο αγωνιώδη ενθουσιασμό για την πρώτη δοκιμή του νέου μου αποκτήματος, που θα με κρατούσε αγκαλιά με την παγκοσμιότητα βυθισμένο ηδονικά στη φύση των Κερκυραϊκών ελαιώνων.
Άνοιξα το εργαλείο, έβαλα την κάρτα, χτύπησα connect και περίμενα λεπτά 5,10, 15, και βάλε, άλλαζα θέσεις με το λάπτοπ αγκαλιά, από ελιά σ’ ελιά, βραχάκι-βραχάκι, τίποτε. Niente. Η εταιρία δεν είχε πεδίο δράσης σ’ αυτή την περιοχή. Τέρμα η διεθνής επικοινωνία για τις επόμενες δύο εβδομάδες.
Η πρώτη επικοινωνία μέσω internet έγινε στο φέρυ για Ηγουμενίτσα στην επιστροφή.
Η περιπέτεια όμως δεν τελειώνει εδώ. Η επιστροφή στην Θεσσαλονίκη δεν έλυσε αυτή την δυσκαμψία του δικτύου να έχει «σκιές» σε διάφορα σημεία της πόλης. Στην κατοικία μου, κοντά στο Επταπύργιο, το ίδιο. Στο Ποσείδι της Χαλκιδική, κατά την Σαββατοκυριακάτικη φυγή, παρομοίως .
Τον τρίτο μήνα έγινε διακοπή σύνδεσης λόγω μη εξόφλησης λογαριασμού. Στην διαμαρτυρία μου ότι έχω υπογράψει εξόφληση μέσω τραπέζης ( με επαρκέστατο απόθεμα), η απάντηση ήταν ότι δεν υπήρχε έγκριση από την τράπεζα. Ψέμα, η τράπεζα με διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρξε κανένα πρόβλημα. Άρχισα να πληρώνω τα τιμολόγια άμεσα στα κατά τόπους υποκαταστήματα της εταιρίας. Κάποτε κατάλαβα ότι μερικοί λογαριασμοί ήταν διπλοπληρωμένοι διότι η αποπληρωμή μέσω τραπέζης λειτουργούσε κανονικά. Δεν υπήρχε θέμα μη έγκρισης όπως μου είχαν πεί. Αυτοί συμψηφίστηκαν, δεν πήγαν χαμένοι. Κερδισμένη η VODAFON με προκαταβολές. Βεβαίως η χρήση του προγράμματος ήταν ανύπαρκτη ή ελάχιστη. Η προσπάθεια επίλυσης του προβλήματος σαν πρόβλημα καθαρά τεχνικό (όπως με διαβεβαίωσαν οι υπάλληλοι της εταιρίας) προσέκρουσε στην δυσκολία τηλεφωνικής επικοινωνίας. Αν μπείτε στον κόπο να συνδεθείτε με την τεχνική υποστήριξη θα μπείτε σε έναν λαβύρινθο όπου μετά από μακροχρόνιες, σε λεπτά, αναμονές θα σας περνάνε από τον ένα υπεύθυνο στον άλλο, επαναλαμβάνοντας πολλαπλά το πρόβλημά σας. Εν τω μεταξύ ο ΟΤΕ βαράει μονάδες. Στο τέλος θα σας δώσουν κάποιο άλλο τηλέφωνο για να επαναληφθεί η περιήγηση στο λαβύρινθο. Μετά τέρμα. Τα χέρια ψηλά και αίτηση διακοπής του συμβολαίου. Στο σημείο αυτό υψώνεται ένας άλλος φραγμός. Η VODAFON φρόντισε έτσι η οιαδήποτε φυγή πελάτη της από την αγκάλη της να έχει κόστος. Η εταιρία δεν χάνει ποτέ. (Θυμηθείτε τις υποκλοπές και τους γαργαρισμούς της κυβέρνησης).
Στο συμβόλαιο, σε περίπτωση λύσης του συμβολαίου, υπάρχει ρήτρα επιστροφής της επιδότησης ποσοστιαία. Όταν πλέον αποφάσισα για την διακοπή κατάλαβα ότι ήταν το ίδιο να αφήσω να κυλήσει ο χρόνος μέχρι την λήξη της σύμβασης. Ίσως να είχα καλλίτερη τύχη σε σύνδεση κάποια στιγμή.

Αρχές Ιούνη σε υποκατάστημα της εταιρείας, 35 περίπου μέρες πριν την λήξη των 12 μηνών χρήσης, ζητώ την διακοπή. Μου λένε «ελάτε μετά τις 20/6». Πήγα χθες 26/6. Χρεώθηκα υποχρεωτικά ακόμη 30 μέρες παγίου διότι έπρεπε να κάνω την διακοπή 30 μέρες πριν την λήξη. Δηλαδή 10/6. Στη υπογράμμιση ότι υπάλληλος της εταιρείας μου είχε δώσει άλλη διευκρίνηση η απάντηση ήταν να πάω να διαμαρτυρηθώ. Ευχαρίστησα τον καλόν αυτόν άνθρωπο για τη εποικοδομητική συμβουλή του και έφυγα.
Η εταιρία αυτή κάνει γερές πιένες στην Ελλάδα, όπως και οι άλλες σίγουρα.
Όταν με το σκάνδαλο των υποκλοπών μάθαμε τον μισθό που λαμβάνει ετησίως ο εκάστοτε διευθύνον σύμβουλος, ( κάτι σαν τις αποδοχές του συνόλου του υπουργικού συμβουλίου), έγινε σαφές ποιοι έχουν το πάνω χέρι στην οικονομία (=πολιτική) αυτού του τόπου.


Η χασούρα συνοψίζεται σε πάγια 12 συν 1 μήνες επι 37€.



Καλό Καλοκαίρι

Παρασκευή 13 Ιουνίου 2008

ΔΙΑ ΧΕΙΡΟΣ ΔΙΑΦΟΡΩΝ



Μετά από προτροπή του Δ. Βίτσου του οποίου η αισιοδοξία βρήκε αποκούμπι στους στίχους του Γ. Σουρή, κάνω πρόταση σωτηρίας την επιστροφή στη φύση. Έστω και της “λαϊκής” της γειτονιάς.

Στείλετε την εικόνα σας στο autographcollectors.blogspot.com


Πέμπτη 10 Απριλίου 2008

ΚΑΠΟΤΕ ΣΤΟΝ Αϊ ΓΟΡΔΗ
















Και ήταν απέραντη η αμμουδιά μπροστά μας
Ήσουν κι’ εσύ με το απέραντο χαμόγελο

Στην άμμο κοιμηθήκαμε εκείνο το βράδυ

Τώρα μου ‘ρχεται στο νου, η στιγμή που ανταμώσαμε
για πρώτη φορά στις σκάλες.
Κάτω από τ’ απλωμένα σεντόνια
που άδειαζαν στον αέρα τους ψίθυρους της νύχτας
Με το θρόισμα των ρούχων
Και τον στεναγμό ολοκλήρωσης των ονείρων
Αγνώστων Σωμάτων
Πίσω από τα σφαλιστά παράθυρα

















Μετά, φτιάξαμε τον κύκλο που μας προστάτευε
Από βασκανίες και άδεια λόγια.

















Στην σκάλα πέρα σύντομα ν’ανεβούμε

Μες στους λειμώνες της ακτής για να κρυφτούμε






























(Αυτά όλα τότε. Έναν Αύγουστο του 196...και κάτι)
Υ.Γ. Οι photo είναι του SATANASSO

Τετάρτη 2 Απριλίου 2008

Και πάλι Ν.Μ.Α.

«Φουρνέλο» κάτω από την Ακρόπολη. «ΤΑ ΝΕΑ» 28-3
Γκρεμίζουν και κτίριο αιωνόβιο για χάρη του Μουσείου. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΊΑ» 28-3


Στο πρόπλασμα της βραβευμένης αρχιτεκτονικής μελέτης του Μπερνάρ Τσουμί, για το Μουσείο Ακροπόλεως, στην περίμετρο του οικοδομικού τετραγώνου, παρέμεναν στην θέση τους τα πέντε κτίρια που οριοθετούν το περίγραμμά του. Η εντύπωση που αποκόμισα ήταν ότι μαζί με τα , τότε ακόμη, διατηρητέα της οδού Δ. Αρεοπαγίτου 17-19, θα σωζόντουσαν και τα υπόλοιπα τρία. Οι λόγοι που μου έδιναν αυτήν την εντύπωση ήταν ότι, δεν ενοχλούσαν το νέο μέγαρο, ελάττωναν, στην προοπτική ενόρασης του Μουσείου κατά το μήκος της οδού Χατζηχρήστου, τον τεράστιο όγκο του και τέλος ότι θα υπήρχε η ευαισθησία διατήρησης των ελάχιστων πλέον εναπομεινάντων δειγμάτων αρχιτεκτονικής του παρελθόντος της γειτονιάς αυτής.

Στην ευθεία της οδού Καβαλλότι που συγκλίνει με την Χατζηχρήστου κάθετα στην Μητσαίων. Αριστερά φαίνεται το προς κατεδάφιση νεοκλασσικό, ενώ δεξιά τα τέσσερα στην σειρά νεοκλασσικά με τα οποία κάνει σύνολο το πρώτο. (φωτ. 2007)

Το κτίριο γωνία Μητσαίων με Χατζηχρήστου. (φωτ. 2005)

Το κτίριο μάλιστα, που βρίσκεται στην γωνία των οδών Μητσαίων και Χατζηχρήστου, συμβιώνει με τα άλλα δύο γωνιακά απέναντί του δημιουργώντας ένα σύνολο. Ομοίως και το άλλο, όπου υπήρξε το γνωστό χαρτοπωλείο Βραχωρίτη, αποτελούμενο από ένα όμορφο σύμπλεγμα τεσσάρων κτιρίων στην γωνία με οδό Μακρυγιάννη, συντροφεύει αντικριστά το κτίριο Τουλούπα. Τίποτε από αυτές τις, αφελείς τελικά, προβλέψεις μου δεν βρήκε έδαφος, μένοντας με μια απορία που είναι και συνακόλουθη του αινίγματος που λέγεται «νεοέλληνες και το παρελθόν τους».


Το νεοκλασικό συγκρότημα στην οδό Μακρυγιάννη με Χατζηχρήστου. (φωτ. 2004)

Το κτίριο Τουλούπα, γωνία Μακρυγιάννη και Χατζηχρήστου, απέναντι από το προϋγούμενο



Ασχολήθηκα με την Αρχιτεκτονική για αρκετά μεγάλο διάστημα και δεν με θεωρώ μονομανή λάτρη της παράδοσης, ή παθιασμένο του παρελθόντος και ουδέποτε παρασύρθηκα στον σχεδιασμό κτηρίων που να μιμούνται της αρχιτεκτονική των παλαιότερων γενεών. Ενασχόληση που παρέσυρε πολλούς αρχιτέκτονες στην μεταπολίτευση, λόγω του συρμού για μια «επιστροφή στις ρίζες». Αλλά, μου φαίνεται ανεξήγητη αυτή η εμμονή – σε συσχετισμό, παράλληλα, με τον νευρασθενικό αγώνα για το όνομα της Μακεδονίας – ότι ένα Μουσείο του οποίου ο σκοπός είναι η ανάδειξη του πολιτισμικού παρελθόντος, για να υπάρξει σαρώνει στο διάβα του ότι προϋπήρξε αυτού. Δείγματα της αρχιτεκτονικής παράδοσης της Ελλάδας, όπως φιλοδοξεί ναι γίνει στο μέλλον και το ίδιο.
Δεν γνωρίζω αυτούς που απαρτίζουν την γνωμοδοτική ομάδα που αποφάσισε την κατεδάφιση όλων των κτιρίων της περιμέτρου, πλην Βάϊλερ (γιατί? έγιναν ξαφνικά σε ποσοστό επί τις % γενναιόδωροι?). Σίγουρα όμως είναι άνθρωποι αξιόλογοι, μορφωμένοι και με τις αδυναμίες τους, όπως όλοι μας.
Αλλά!
Στον νου μου έρχεται η εμπειρία που είχα πριν τριανταπέντε χρόνια όταν, για πρώτη φορά, επισκέφτηκα τον θερινό οικισμό των καθηγητών του Α.Π.Θ. στην Βουρβουρού της Χαλκιδικής. Αν εξαιρέσω λίγα σπίτια κάποιων καθηγητών της αρχιτεκτονικής (όχι όλων), τα υπόλοιπα μου άφησαν τραύμα ανεπούλωτο. Γιατί κάνω αυτήν την παραπομπή? Γιατί ακόμη και μέσα στην συνάφεια με ανθρώπους, ακόμη και πέραν του φιλικού μου κύκλου, πανεπιστημιακούς και άλλους, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, αυτοί που θεωρητικά εκπροσωπούν την elite αυτής των χώρας, έχουν πολύ κακιά σχέση με την αρχιτεκτονική. Ή άλλως, Μαύρα Μεσάνυχτα και το έζησα στα σπίτια τους. Δεν είναι περίεργο το πώς κατάντησε το δομημένο μας περιβάλλον, με ελάχιστες αντιδράσεις και αυτές γενικόλογες. Έτσι εξηγείται και η άκριτη αποδοχή ενός ά-σχημου κτιρίου, σαν το υπέρτερο αισθητικά επίτευγμα.

Σημειώνω για κάθε ενδιαφερόμενο να μάθει για την περιοχή, την ενδιαφέρουσα έρευνα των Μάρω Βουγιούκα και Βασίλη Μεγαρίδη με τίτλο "Μακρυγιάννη-Ακρόπολη" στις εκδόσεις ΦΙΛΙΠΠΟΤΗ.

Τετάρτη 19 Μαρτίου 2008

ΜΑΡΤΗΣ

Μπήκε ο Μάρτης και μας διώχνει από την πόλη μια λαχτάρα για την φύση που μόλις άρχισε να μουρμουράει.

Κι' ανάμεσα στα ξερά φύλα και τις υγρές πέτρες οι κρόκοι τεντώνουν τα βλαστάρια τους να βρουν τόπο τα μπουμπούκια ν'ατενίσουν τον ήλιο.


Μα το δάσος κοιμάται ακόμα. Η βοή  ξεκίνησε κιόλας κάτω απ' τα φύλα που σκεπάζουν το υγρό χώμα.



Αυτά σαν να ζητούν βοήθεια στον ουρανό για της παράφωνες χορδές με ήχους ανθρώπων, που τα χωρίζουν.


Θέλουν τον χρόνο τους να βγεί το πράσινο ρούχο να τα ντύσει.

Στο Πάϊκο και στα Πιέρια, την Καστανερή και το Ελατοχώρι, βγήκαμε ν' αποχαιρετίσουμε τον χειμώνα και στην όμορφη Γουμέννισα να φροντίσουμε για την επαρκή προμήθεια καλού τσίπουρου και κόκκινου κρασιού. Δημιουργίες της γης και του Αϊδαρίνη.

Κυριακή 24 Φεβρουαρίου 2008

ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ














Aυτές τις μέρες εκθέτει ο φωτογράφος Δημήτρης   Σούλας την δουλειά του, έργο μιας ολόκληρης ζωής, στο Μουσείο Φωτογραφίας της Θεσσαλονίκης. Στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής της Γερμανίας του Βίλλυ Μπράντ, του ’68 και της πολιτικής κινητοποίησης, των φοιτητικών κινημάτων και βεβαίως της real politik-ost politik.

Αλλά δεν θα επιμείνω σ’ αυτά. Περάσανε πλέον. Άλλο είναι το θέμα μου κι’ ας πέρασε κι’ αυτό αλλά δεν έσβησε. Και ποιό είναι αυτό? Μα να βρεθεί μπροστά μας, σαν  σε μια ζωντανή στιγμή ανάγλυφη του χαρακτήρα του, ο χαμένος μας φίλος. Ο τόσο αγαπητός, τρυφερός, ερωτικός και άπλετα γενναιόδωρος. Ο Γιάννης Κυριακίδης.

Η φωτογραφία, ενσταντανέ στον Σταθμό του Μονάχου, είναι ίσως εντέχνως «στημένη», γιατί ο Γιάννης ήταν γνωστός στη Βαυαρική πρωτεύουσα. Ηθοποιός μεγάλου ταλέντου και οργανωτής της θεατρικής σκηνής των Ελλήνων εργατών του Μονάχου, αλλά και συνεργάτης της Βαυαρικής τηλεόρασης. Ήταν τότε που λόγω της χούντας, αναγκάστηκε να εκπατριστεί μαζί με τον αδελφό του τον Νίκο. Επίσης καλό ηθοποιό. Είχαν και ένα μπαρ-στέκι όπου σύχναζε και ο μακαρίτης ο Παύλος Μπακογιάννης.

Στην Ελλάδα έπαιξε με διάφορα θεατρικά σχήματα, συνεργαζόμενος με γνωστούς σκηνοθέτες. Τον θυμάμαι με τον  Λιβαθυνό στην Πάτρα σε έργο του Ευγένιου Ροστάν, έπαιξε Τσέχωφ στο θέατρο «ΑΜΟΡΕ», επίσης στο «Από Μηχανής Θέατρο» και για αρκετά χρόνια συνεργάτης του ΚΘΒΕ.  Οι ρόλοι του δεν ήσαν πρωταγωνιστικοί, με την κλασσική έννοια, αλλά κυριαρχούσε πάντα. Όπως κυριαρχούσε στην παρέα, στο κρασί και στον έρωτα. Την τελευταία φορά που τον είδα σε παράσταση ήταν στο έργο του Ο’ Νηλ, «Όχι άλλα δάκρυα για την Ηλέκτρα» σε σκηνοθεσία Βουτσινά. Ήταν Παρασκευή ενός χειμωνιάτικου μήνα. Τρεις μέρες μετά, Δευτέρα – αργία των θεάτρων – σε βραδινή έξοδο, το αυτοκίνητο έχασε την πορεία του και έπεσε σε ένα  αποστραγγιστικό κανάλι στην Χαλάστρα. Πνίγηκε. Μαζί του και η αγαπητή Ελευθερία. 



Ο κοινός μας φίλος Γρηγόρης Μπιλίτσας, που πάντα, κουβαλώντας χαρτί και στυλό, συνέτασσε τις σκέψεις του (αλλά και τις δικές μας) σε έμμετρο λόγο, του αφιέρωσε αυτό :

 ΠΟΥ ΠΑΣ;

Θαρρείς και πως απόκτησε

Ο ήλιος περιβόλι

Κι’ έβαλε κρύσταλλα θαμπά

Το χάρο να ‘μποδίσει

Που πας;

Παιδί με τις παράξενες

Ονείρων συλλογές

Θα μπει σε λίγο η άνοιξη

Να σκιάξει τα σκοτάδια

Που πας;

Σ’ αλκυονίδες μέρες του Γενάρη

Σε νύχτες από φώσφορο;

Που πας;

Παιδί μιας ατραγούδιστης

Άγραφτης τραγωδίας;

Μετρώντας του ορίζοντα

      Το μπόϊ με λαχτάρα

Με κείνη εκεί την ξέθωρη

Μεζούρα του Άγιου Ήλιου;

 

Τώρα ποιός χρόνος ανυπόδητος

Σαν ποιός καιρός αλήτης

Θα βάλει σύνορα στο φως

Πλάστιγγα στις βροχούλες;

Μην πεις πως ό,τι χάθηκε

Έπρεπε να χαθεί

Πως για να ζήσει το σκοτάδι

Τρώει του ήλιου τα παιδιά

Πως είναι ο έρωτας σημάδι

Για το παιχνίδι των τρελών

Πως μένει πάντα στο σταθμό

Μόνος και περιμένει.


Δευτέρα 11 Φεβρουαρίου 2008

Κ.Θ.

1- Ο Πύργος των Θεοτόκη στους Καρουσάδες


Κ.Θ.


Διάβασα προχθές στο blog του Πετεφρή ότι ο Τώνης Λυκουρέσης γυρνάει στην Κέρκυρα ταινία σε σενάριο βασισμένο στο βιβλίο του Κωνσταντίνου Θεοτόκη «Σκλάβοι στα Δεσμά τους».
Έβαλα μπρος την φαντασία μου να με μεταφέρει, όχι μόνο στο έργο, αλλά και στο ιστορικό περιβάλλον της δράσης των πρωταγωνιστών του. Αρχές του 1900. Ένας κόσμος, που ήδη από την εποχή της άφιξης των Γάλλων δημοκρατικών στα 1797, παίρνει και το δεύτερο κτύπημα από τους νόμους της κυβέρνησης Βενιζέλου για την αναδιανομή της γης. Πρώτα ο Ν, Σ.Μ.Δ./1867 και τέλος ο Ν. Δ.Ν.Δ του 1912 (τροποποιημένος με τον Ν. 423/1-2-1914) με συντάκτη και εισηγητή τον βουλευτή Κερκύρας Κ. Ζαβιτζιάνο, αποδίδει το μεγαλύτερο ποσοστό των αγροτικών ιδιοκτησιών στους αγρολήπτες. Ένα υπόλοιπο αφήνεται στους αγροδότες - ιδιοκτήτες, δηλαδή στους τιμαριούχους που εκαρπούντο των πλούτο της γης από την εποχή των Βενετσιάνων, αλλά και πολλών αστών που κατά την διάρκεια των 18ου και 19ου αιώνων, που με διάφορους τρόπους οικειοποιήθηκαν αγροτικές εκτάσεις. Το πώς πολλοί τοκογλύφοι κατάφεραν να αποκτήσουν τίτλους ιδιοκτησίας επί των φέουδων, περιγράφει ο Γερ. Χυτήρης στο έργο του «Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα». Το Libro d’ Oro δεν κάηκε από «καΐλα» για την δημοκρατία, αλλά για να καταστραφούν οι εγγραφές επικαρπιών επί των βαρονιών, πολλές από τις οποίες ήταν υποθηκευμένες με ιδιωτικά συμφωνητικά, κι’ έτσι, με νομικίστικες λαθροχειρίες, να περιέλθουν στους δανειστές, ή νεόπλουτους που είχαν αγροληψίες και εδαφονόμια. Το Libro d’ Oro δεν ήταν μία χρυσοποίκιλτη Βίβλος, αλλά δημόσιο έγγραφο καταγραφής οικογενειών δικαιούχων τίτλων για τιμαριωτικές επικαρπίες. Με σημερινά δεδομένα κάτι σαν ένα ειδικό δημοτολόγιο-ληξιαρχικό τεφτέρι και κτηματολόγιο. Καταργήθηκε γύρω στα 1818 (?) με νόμο από την Αγγλική Βουλή, όταν αντικαταστάθηκε η Ενετική νομοθεσία από την Βρετανική,

2- Εσωτερικό του Πύργου Θεοτόκη των Καρουσάδων.

Ο πανικός απώλειας της εξουσίας από μέρους της παλαιάς αριστοκρατίας που ξεκίνησε από το 1796, έγινε με τον νόμο του Κ. Ζαβιτζιάνου η τελική πράξη πλήρους παρακμής τους, μια και τους έφερνε πλέον αντιμέτωπους με την ένδεια, στερούμενους από τα μοναδικά οικονομικά οφέλη που είχαν. Και αυτά ήσαν, κύρια, αγροτικά έσοδα. Στο ενδιάμεσο χρονικό διάστημα της Αγγλικής Προστασίας, προωθήθηκε η ανερχόμενη αστική τάξη και παράλληλα, σε κάποιο βαθμό, λίγες παλαιές οικογένειες τιμαριούχων συμβιβασμένες με την Βρετανική διοίκηση και καρπούμενες οφέλη σε καλοπληρωμένες διοικητικές θέσεις. Μια από αυτές ήταν και η Οικογένεια Θεοτόκη. Και όταν αναφερόμαστε στην οικογένεια αυτή, υπολογίστε όλους τους κλάδους της. Τους Νταβιάτζο, Ανδρουτσέλη, Σταθάκια, του Αγίου και τέλος τους Καλοκαρδάρηδες των Καρουσάδων. Από τους τελευταίους προέρχεται και ο Κ. Θεοτόκης. Γόνος του Μάρκου και της Αγγελικής Πολυλά, ανεψιάς του Ιάκωβου Πολυλά, φίλου και επιμελητή του έργου του.Δ. Σολωμού.
Την δεκαετία του ’50, παιδί τότε, η περιφορά μου από την μητ
έρα μου για επίσκεψη σε φιλικά σπίτια της Κέρκυρας, αλλά και της Αθηναϊκής παροικίας των Κερκυραίων, χάραξε στο νου μου το ιδιαίτερο άρωμα μιας υπαρξιακής και πολιτιστικής αυτοτέλειας, μέσα από τους δεσμούς και το κράτημα των αναμνήσεων σε ένα πεδίο ποικίλων αναφορών, όπου συνήθως το χιούμορ και ο αυτοσαρκασμός, απάλυνε τις συγκρίσεις μεταξύ του χθες (προχθές καλλίτερα), και του σήμερα. Το παρελθόν ήταν ακόμη παρόν, ιδίως αυτό του τέλους του 19ου και αρχής του 20ου αιώνα. Ας σκεφτούμε ότι, όλοι όσοι το 1950 ήσαν σε ηλικία γύρο στα 65-75 έτη, είχαν γεννηθεί τον 19ο αιώνα και στην διάσταση του χρόνου που καθόρισε την ψυχοσύνθεσή τους, υπήρχαν «εντολές» και εικόνες εποχών που της εμφυσούσαν επιρροές ακόμη και από τις νόνες και τις μπισνόνες τους. Δηλαδή 18ο αιώνα. Όχι μόνο σε κάποιες συμπεριφορές και συνήθειες των γεροντότερων, αλλά και στα έπιπλα, (όσα δεν πουλήθηκαν), στους πίνακες με τα παλαιά τοπία του νησιού, παλαιές φωτογραφίες ή δαγεροτυπίες και πορτραίτα ευκλεών προγόνων καταταγμένων, σε βάθος παρελθόντος, ενδυματολογικά στο περίπου, όπως: Με σκληρό κολάρο, παπιγιόν και ψαθάκι του 1900, ρεντιγκότα με σφιχτό λαιμοδέτη στα 1800, περούκες διάφορες του 1700, ατσάλινες αρματωσιές τα παλαιότερα και πάει λέγοντας.


3- Άφρα. Αγροικία Κουρκουμέλη-Ροδόσταμου.
4- Εσωτερικό της αγροικίας, πριν αρκετά χρόνια.



















Η κατ’ εξοχήν ευρωπαϊκή διάσταση της ιστορικής πορείας της Κέρκυρας, ήταν εμφανής όχι μόνο στο σκηνικό, αλλά κύρια στον τρόπο του σκέπτεσθαι. Τυποποιημένα σχόλια επισκεπτών του νησιού, που κατά καιρούς επαναλαμβάνονται, όπως «η Κέρκυρα είναι Ιταλία» κ.α. αποδίδουν μια ευκολία χαρακτηρισμών αλλά στερούνται περιεχόμενου. Η Κέρκυρα ανήκει στον μεγάλο αυτό χώρο την ανατολικής Μεσογείου που διαφέντευε η Γαληνοτάτη, τότε υπερδύναμη ανάμεσα στα
Ευρωπαϊκά κράτη. Το μεγάλο “Stato del Mar”. Εκεί όπου ακόμη και ο ήχος του λόγου ακούγεται τραγουδιστά, από το Ιόνιο στις Κυκλάδες μέχρι την Κύπρο. Δεν είναι όλοι αυτοί, κάποιοι που μιλούν τα ελληνικά σαν τους Βενετσιάνους, αλλά είναι οι Βενετσιάνοι που μιλούν την γλώσσα τους, σαν τους Έλληνες νησιώτες. Και αν εμείς το ψάρι το κάνουμε «σαβόρο» εκείνοι το κάνουν «in saor».

5- Κομπίτσι. Η Κρήνη της αγροικίας των Κομπίτσι.


Ανερμάτιστος λόγος, ή, τα άλλα λέμε και άλλα εννοούμε, ασάφεια, αγένειες και ακραία υποκειμενικότητα, δεν είχαν θέση στη ζωή. Αντίθετα η συγκροτημένη άποψη για τα θέματα που ταλάνιζαν τη καθημερινότητά μας ήταν δροσιά στις αντιφατικότητες της τρέχουσας ελλαδικής πραγματικότητας κοινωνικής και πολιτικής. Για να φέρω ένα παράδειγμα από τα πρόσφατα συμβάντα, η εκφορά της σορού του μακαριστού Χριστόδουλου πάνω σε κιλλίβαντα πυροβόλου, μόνο απορία για το επίπεδο ορθής κρίσης των ιθυνόντων μπορεί να φέρει. Πως είναι δυνατόν ο επικεφαλής της Εκκλησίας να οδεύει προς ταφή πάνω σ’ ένα εργαλείο καταστροφής, αιμάτων και σφαγών. Απορία επτανήσιου και ζητείται απάντηση.
Κάτι που μου έκανε ιδιαίτερη εντύπωση είναι ότι, ενώ οι ελλαδίτες εκφράζονταν στα δυσάρεστα με έντονη δόση δραματικότητας, εδώ υπερίσχυε το χιούμορ και η ειρωνεία. Η λεπτή ειρωνεία, ήταν ο μελαγχολικός καμβάς πάνω στον οποίο υφαίνονταν οι συζητήσεις ή τα σχόλια και συχνά το τοπικό άθλημα της «κοινωνικής κριτικής». Το σχόλιο της τζίας Ζαίρας, με αφορμή ένα άρθρο περί αριστοκρατίας στην Ελλάδα στις φιλοβασιλικές «Εικόνες» του ’62, μου ‘χει μείνει αξέχαστο. «Οι αριστοκρατικές οικογένειες είναι σαν το φυτό της πατάτας. Ό,τι καλό έχουν είναι κάτω από το χώμα ».
Η Επτάνησος, ήδη από την εποχή της Ένωσης, ζει μία αμήχανη συμβίωση με το νεοελληνικό κράτος, το οποίο ήδη με νομοθετικές πράξεις άρχισε να την λεηλατεί. Τη φορολογική επιβάρυνση των Επτανήσιων υπέρ του ταμείου της αγγλικής αρμοστείας, ύψους 15.000 στερλινών ετησίως, αντί να καταργηθεί, την εκαρπούτο πλέον ο Ελληνικός θρόνος. Η «Ιόνια Ακαδημία» έκλεισε για να μονοπωλεί την παιδεία μόνο το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Οικονομικοί πόροι και πολιτιστικός-μορφωτικός πλούτος πήγε στην έδρα της εξουσίας, στην Αθήνα. Με πολύ κόπο ο βουλευτής Κεφαλληνίας Γ.Τυπάλδος Ιακωβάτος κατάφερε να συγκρατήσει, το από αιώνες καθιερωμένο, τελετουργικό της Επτανησιακής Εκκλησίας. Υπαγόμενη στο Οικ. Πατριαρχείο μέχρι τότε, υπήχθη με την Ένωση στα γούστα της αυτοκέφαλης Αρχιεπισκοπής Αθηνών. Αρκεί να δει κανείς την οικοδόμηση των νεότερων ναών, kitch βυζαντινού νεοστύλ σταυροειδούς με τρούλο, σε σχέση με τις μονόκλιτες βασιλικές του παρελθόντος. Το πράγμα αγριεύει όταν γειτονεύουν με εναπομείναντα καμπαναριά μπαρόκ, στα σεισμοπληγέντα νησιά του Ιονίου.




6- Καβαλούρι. Αγροικία Στ. Γιαλλινά, αρχικά των Χαλικιόπουλων.

Το βιβλίο του Κ. Θεοτόκη είναι, έμμεσα, η εξιστόρηση της οικογένειάς του στην φάση που βίωσε και ο ίδιος. Αυτής της παρακμής της οικογένειας και όχι μόνο, αλλά της τάξης του και του νησιού. Λίγα χρόνια μετά, ο Μεγάλος Πόλεμος του ‘14-’18 θα σαρώσει και ότι έμεινε ανέπαφο στην Ευρώπη απ΄το Γαλλικό 1789.Οι ήρωες αδυνατούν να ξεφύγουν από τον κλοιό του παρελθόντος και αφήνονται στην απώλεια, ίσως και σαν σωτηρία. Οι σκέψεις του συγγραφέα, σε ό,τι αφορά το κοινωνικό ζήτημα και την τρέχουσα πολιτική, αναπτύσσονται κατά την διάρκεια των κεφαλαίων όπου περιγράφεται η χοροεσπερίδα του βιομήχανου Δ. Αστέρη.


7- Άγγελου Γιαλλινά. Βενετία


Φανταστικά, αλλά και υπαρκτά πρόσωπα, όπως και χώροι, παρελαύνουν στην σκηνή της βίλας του βιομηχάνου. Όπως ο γέρος με την «αυλική λιβρέα». Μπαίνω στην υποψία ότι αναφέρεται στον αυλάρχη του Γεωργίου Α’, τον Γερόλιμο Καποδίστρια - Σούφη, το δε μέγαρο του Αστέρη, μάλλον είναι η Villa Rossa του επίσης βιομήχανου Ασπιώτη. Δεν θα παραλείψω και το ειρωνικό σχόλιο, για τις «τέσσερις ακουαρέλλες που στολίζουν το μέγαρο, «ζωηρές και διάφανες έργα ενός ντόπιου τεχνίτη, πιστού οπαδού, όπως έλεγε ο ίδιος,, της κανονικής ζωγραφικής και που πουλούσε σ’ αυλές κ’ επίσημους ξένους τες φωτογραφικές ζωγραφιές του», και που μάλλον αναφέρεται στον Άγγελο Γιαλλινά. Το σχόλιο συνδυάζει την κοινωνική κριτική με την καλλιτεχνική. Το εύρημα του χορού σαν πανόραμα ανθρώπων, γεγονότων και κοινωνικών / πολιτικών ζυμώσεων, θα το συναντήσουμε 40 χρόνια μετά, σε ένα άλλο μεγάλο ιστορικό λογοτεχνικό έργο. Αυτό του Giuseppe Tomasi Di Lampedusa “Il Gattopardo”. Γνωστό από την ταινία του L. Visconti, «Η Λεοπάρδαλης της Σικελίας».



8- Βίλα Φαλς στο Κανόνι, Στον Α’ Παγκ. Πόλεμο είχε εγκατασταθεί ιταλική στρατιωτική νοσοκομειακή μονάδα. Η φωτογραφία είναι από τότε.

Η προσπάθεια του Λυκουρέση ελπίζω να έχει αίσιο αποτέλεσμα και να μην θυμίζει ελληνική ταινία με τις κλασικές αδυναμίες ερμηνείας του ιστορικού χώρου. Φτωχό σενάριο, εύκολη σκηνική αναπαράσταση λόγω ύπαρξης πραγματικών χώρων, αλλά αλλοιωμένων και πτωχευμένων σε σύγκριση με την εποχή που διαδραματίζονται τα γεγονότα. Και κύρια ο τρόπος σκέψης, συμπεριφορών και γλώσσας των ανθρώπων, όπως τα κατευθύνει αόρατα η περιρρέουσα ατμόσφαιρα των χρόνων εκείνων, αλλά και στις λεπτομέρειες που παίζουν κύριο ρόλο, τα αντικείμενα και τα πράγματα μιας άλλης εποχής.

Υ.Γ. Για όποιον-αν έχει διάθεση και περιέργεια να εντρυφήσει στον Κ. Θεοτόκη και την εποχή του, προτείνω να ψάξει τα:
1- Στη σειρά Βίοι Αγίων των εκδόσεων ΗΛΕΚΤΡΑ, «Κ. Θεοτόκης» του Φ. Φιλίππου.
2- Τις «ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ (Ιστορίες χωρίς ψιμύθια)» του Σπύρου – Νίνου Αρθ. Ζαβιτζιάνου. ΑΘΗΝΑ 1992.
3-«Η Κέρκυρα στα μέσα του 19ου αιώνα» Γεράσιμου Χυτήρη. ΚΕΡΚΥΡΑ 1988.
3- επίσης δύο αφιερώματα του περιοδικού «ΠΟΡΦΥΡΑΣ», που μέσα στο χάος της βιβλιοθήκης μου δεν μπορώ να τα βρω και να γράψω τον αριθμό των τευχών. Ζητώ Συγνώμη.
4- Και για υλικό περιβάλλον, το λεύκωμα της Δέσποινας Παισίδου «στ’ ΑΡΧΟΝΤΙΚΑ ΤΗΣ ΚΕΡΚΥΡΑΣ», εκδ. Θεσσαλική 1997 και το επίσης καταπληκτικό πόνημα του φιλόλογου Κ.Δ. Καραμούτσου, «ΚΕΡΚΥΡΑΙΚΕΣ ΑΡΧΟΝΤΙΚΕΣ ΑΓΡΟΙΚΙΕΣ του Δήμου Παρελείων», εκδ. Κέρκυρα 2006.
5- ΑΡΧΕΙΟ ΕΓΧΩΡΙΟΥ ΕΠΟΙΚΙΣΜΟΥ. Κατάλογος αγροληπτών δικαιούχων αποζημιώσεως του Ν.ΔΝΔ’/1912. Κρατικό Αρχείο Κέρκυρας.


Οι φωτογραφίες των εσωτερικών χώρων των κατοικιών Θεοτόκη και Κουρκουμέλη Ροδόσταμου, προέρχονται από το ανωτέρω Λεύκωμα της Δέσποινας Παισίδου και είναι της φωτογράφου Χρύσας Νικολέρη. Οι υπόλοιπες είναι από το προσωπικό μου αρχείο.




ΕΠΙΛΟΓΟΣ (σαν υποσημείωση)

Η εξέλιξη οδήγησε σταδιακά στην απαξίωση της αγροτικής παραγωγής και την υπαγωγή της οικονομίας στον τουρισμό. Τα διανεμημένα τιμάρια μετά μία περίοδο έγιναν οικόπεδα ή τουριστικά ακίνητα. Οι μεγάλες ιδιοκτησίες κατατμημένες σε μικρότερες, που αποτελούσαν και το χαρακτηριστικό Κερκυραϊκό φυσικό τοπίο του νησιού, άρχισαν να δίνουν τη θέση τους σε οικοπεδάκια με διαφόρων ειδών οικήματα. Σήμερα μάλιστα, οι ελιές κόβονται και εξάγονται στην Ιταλία σαν καύσιμη ύλη για τις πιτσερίες, Η τρέχουσα αρχιτεκτονική παραγωγή, σε μια προσπάθεια να καμουφλαριστούν τα νεώτερα σαν μέρος ενός ιστορικού σκηνικού, οδήγησε σε μία θλιβερή αναπαραγωγή ψευτοκερκυραικής αρχιτεκτονικής που, ποσοστιαία πλέον, τείνει να πλειοψηφεί σε σχέση με τα αυθεντικά.
Εδώ νομίζω ότι το έργο του Μπαλζάκ «ΟΙ ΧΩΡΙΑΤΕΣ» είναι επίκαιρο.







Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

ΤΟ ΣΠΙΤΙ ΚΑΙ Ο ΧΡΟΝΟΣ



Η περιοχή όπως ήταν λίγο πριν την εποχή που θα κτιζόταν το σπίτι. Στο βάθος το κτίριο «Βάιλερ» όπου σήμερα βρίσκεται το Ν.Μουσείο Ακροπόλεως. Η θέση του θα είναι στο βάθος δεξιά, όπου μερικά διάσπαρτα οικήματα. Το όριο του οικοπέδου Βάιλερ, όπως το ορίζει η τυφλή επιφάνεια του κτηρίου δεξιά αμέσως μετά τα δένδρα, είναι η γραμμή της σημερινής οδού Μητσαίων.



Άποψη της περιοχής Ακρόπολης από τον λόφο του Φιλοπάππου, λίγο πριν τον πόλεμο του’40
Η οδός Δ. Αρεοπαγίτου είναι στην παλαιά της χάραξη στο ύψος του Ηρωδείου. Στο μέσον, διακρίνεται, από την κατεύθυνση που ορίζουν οι όψεις των κτηρίων, η οδός Ουέμπστερ. Στα δεξιά και επί της οδού Δ. Αρεο/του φαίνονται οι πίσω όψεις των οικοδομών Μαντούβαλου και Κουρεμένου.




Στο τέλος του χρόνου που πέρασε, ήλθε και το τέλος μιας ολόκληρης εποχής. Αυτής που ταύτισα με το σπίτι μας, το οποίο πλέον μετά τις αργόσυρτες προσυμφωνίες και μετέπειτα συμφωνίες και συμβόλαια, δόθηκε στην αειθαλή αντιπαροχή.
Το θυμάμαι το σπίτι αυτό όταν παιδί είχα έρθει με τον πατέρα μου επίσκεψη στην θεία Αγγελική Ηρακλέους που το κατοικούσε. Το είχε κατασκευάσει ο άνδρας της, μηχανικός τότε της σχολής των Τεχνών, στα 1900. Το οικόπεδο υπήρχε από το 1880. Νεοκλασικό, όπως ήταν τότε του συρμού, με αυλίτσα, πέργκολα που κρατούσε κληματαριά σιδερίτη και χαγιάτι με θέα τον Παρθενώνα, έως ότου οι αναγηρώμενες, ταχύτατα οικοδομές μας κόψανε την θέα.
Συγκατοικήσαμε μα την θεία Αγγελική, η οποία μας «έφυγε» σχεδόν 90 ετών και το σπίτι, γειτονιά με την Ακρόπολη και την Πλάκα, έγινε η αγκάλη που ζέστανε την αίσθηση της σιγουριάς μας για τα επόμενα 50 χρόνια.. Η μικρή απόσταση από τους ιστορικούς χώρους Ακρόπολης, λόφου Φιλοπάππου, Πλάκας και Θησείου, μας πλούτισε με εικόνες, αίσθηση του μέτρου, την φύση της Αττικής και της αρχιτεκτονικής, αρχαίας και νεότερης.




Όπως ήταν το έτος 1953.



























Πάνω, η όψη του δρόμου και κάτω η όψη της αυλής με το τζαμωτό του χαγιατιού.




Η θεία Αγγελική με τον εξάδελφό της λίγο πριν τα 1900.




Οι δρόμοι, ο δικός μας και οι κάθετοι, ήσαν χωμάτινοι. Λάσπη τον χειμώνα και σκόνη του καλοκαίρι. Φρόντιζε ο Δήμος, κατά τις 5 το απόγευμα, να στέλνει βυτίο να ραντίζει, έτσι ώστε να καταλαγιάζει η σκόνη και να μας δροσίζει για λίγη ώρα. Αμέσως μετά, από το βάθος του δρόμου, ακουγόταν η φωνή του παγωτατζή που διαλαλούσε τα παγωτά «Έβγα». Η ασφαλτόστρωση έγινε σταδιακά με την έναρξη του Φεστιβάλ Αθηνών και οπτικού εξωραισμού της περιοχής. Πρώτα οι κάθετοι προς την Δ. Αρεοπαγίτου, μια και φαίνονταν από τους τουρίστες και τους επισκέπτες του Ηρωδείου και αργότερα, δεν θυμάμαι πότε, οι παράλληλοι, όπως ο δικός μας.





Στη γειτονιά πλειοψηφούσαν τότε οι μονοκατοικίες, με αρκετά κενά οικόπεδα, τα οποία σταδιακά αγοράζονταν για την κατασκευή νεότερων μονοκατοικιών από νεοαφιχθέντες γείτονες. Αυτά πριν την εμφάνιση της αντιπαροχής. Πολλές από αυτές δεν ενέδωσαν στις εργολαβικές σειρήνες, ίσως γιατί κάλυπταν τις ανάγκες των ιδιοκτητών τους μέχρι και σήμερα. Συνήθως διώροφα, με ένα άνετο διαμέρισμα ανά όροφο, εξασφάλιζαν στέγη για το μέλλον των, κατά κανόνα δύο παιδιών, οπότε και η αντίστοιχη αντιπαροχή δεν θα προσέφερε περισσότερα, πλην της ταλαιπωρίας.


Σε ένα -δύο από τα μεγαλύτερα κενά οικόπεδα της περιοχής, χτίστηκε η Ιταλική Αρχαιολογική Σχολή και στο άλλο και απέναντι του προηγουμένου, το ξενοδοχείο “Divani”. Το τελευταίο κτίστηκε στον χώρο που καταλάμβανε παλαιότερα ο θερινός κινηματογράφος «Ερέχθειον», που μαζί με το «Σινέ Παρί», τον «Πρωτέα», το «Θησείον» και την «Αίγλη του Ζαππείου μας περικύκλωναν, ακτινωτά και αποτελούσαν την καθημερινή, σχεδόν, κατάληξη στις φυγόκεντρες βραδινές μας εξόδους. Τότε τα θερινά άλλαζαν πρόγραμμα τρεις φορές την εβδομάδα, με έργα της χειμερινής περιόδου. Έτσι ξαναβλέπαμε αυτά που μας είχαν εντυπωσιάσει, ή επιτέλους, βλέπαμε αυτά που είχαμε χάσει. Το «Σινέ Παρί και κύρια το «Θησείον» προσέφεραν και θέα στην Ακρόπολη. Πράγμα που απέβαινε πολύ θετικό όταν η ταινία ήταν βαρετή.



Το Φεστιβάλ Αθηνών, εκτός των ασφαλτοστρώσεων, έφερε μεγάλες αλλαγές στην περιοχή, με κύρια την αναβάθμιση της οδού Δ. Αρεοπαγίτου και την διαμόρφωση του περιβάλλοντα χώρου της Ακρόπολης και του Λόφου Φιλοπάππου. Η εργασίες έγιναν με την καθοδήγηση του αρχιτέκτονα Δ. Πικιώνη και αποτελούν ένα από τα ωραιότερα δείγματα αρχιτεκτονικής υπαίθριου χώρου στο κόσμο.
Η αρχιτεκτονική ποικιλότητα της περιοχής περιελάμβανε όλα τα στυλ που διεκδίκησαν μερίδιο αισθητικής προσφοράς από την εποχή του Τρικούπη μέχρι τις μέρες μας. Η ταξική διαστρωμάτωση ποίκιλε και καθρεφτίζονταν στο μέγεθος και την ποιότητα κατασκευών. Μικρά μονώροφα με αυλίτσα και διώροφα, τριώροφα μέγαρα παντός τύπου. Νεοκλασικά, νεοκλασικίζοντα, Αρ Ντεκώ, υπολανθάνουσα Αρτ Νουβώ, Μπαουχάουζ (κοντά ήταν το στούντιο του Θ. Βαλεντή), προπολεμικές τριώροφες πολυκατοικίες και νεώτερες της αντιπαροχής, αρκετές εκ των οποίων έγιναν σε σχέδια γνωστών καλών αρχιτεκτόνων του ’50 και ’60.
Στην οδό Καλλισπέρη υπάρχει διώροφη οικοδομή σχεδιασμένη από τον Τάκη Ζενέτο.















Λίγα νεοκλασικά εναπομείναντα στην οδό Καβαλλότι.






Η γειτονιά «καλλιτέχνιζε». Αρκετοί γνωστοί των γραμμάτων και τεχνών ζούσαν στα πέριξ. Συχνά ανεβαίνοντας την οδό Ροβέρτου Γκάλι λίγο πριν τον «Διόνυσο» γωνία με οδό Ουέμπστερ, στο ισόγειο έμενε ο Μπόστ. Το σπίτι ήταν προίκα της γυναίκας του, η αδελφή της οποίας έμενα στον πάνω όροφο. Αν το παράθυρο του γραφείου του, που έβλεπε στην Ρ. Γκάλι, ήταν ανοικτό, σταματούσα προς στιγμή να κοιτάξω κλεφτά μέσα γιατί είχε πολλά έργα του αναρτημένα στον απέναντι του παραθύρου τοίχο. Θυμάμαι το ανάπτυγμα σε κατά το μήκος τομή, ενός πλοίου. Αργότερα άμαθα από την κουνιάδα του, μα την οποία κάναμε μαζί αγγλικά στην ίδια δασκάλα, ότι ήταν η «Χριστίνα» του Ωνάση. Του το είπα όταν τον γνώρισα στην Θεσσαλονίκη το ’75, σε προεκλογική παρουσία του ΚΚΕ με το οποίο κατέβαινε, νομίζω, υποψήφιος . Μαζί του ήταν και ο συνυποψήφιος του ο, εκλειπόν πλέον, καθηγητής του Α.Π.Θ. Παύλος Πετρίδης.
Στην οδό Ουέμπστερ κάθονταν και ο Σπύρος Βασιλείου. Το σπίτι ήταν όψιμου νεοκλασικισμού, στο οποίο είχαν κάνει προσθήκη κατ’ όροφο, όπου βρισκόταν το διαμέρισμα και το ατελιέ. Λόγω της γνωριμίας μου με τις δύο θυγατέρες του επισκεπτόμουν το σπίτι όπου και με εντυπωσίαζε ο μεγάλος πίνακας αναπαράστασης της θέας που είχε το διαμέρισμα από την πίσω πλευρά., προς την Ανατολή. Η εικόνα ξεκινούσε από τα Προπύλαια της Ακρόπολης και έφτανε στην νότια κορυφογραμμή του Υμηττού. Σχεδόν στη μέση στο κάτω μέρος, έβλεπα το σπίτι του αγαπημένου φίλου Γ.Π. η αυλή του οποίου είχε μεσοτοιχία με το σπίτι των Βασιλείου και ήταν και ο λόγος γνωριμίας μας με τα κορίτσια.
Στην συμβολή των οδών Μισαραλιώτου και Βείκου ήταν μέχρι τα μέσα του ’60 και η διώροφη κατοικία της οικογένειας του ζωγράφου Αλ. Αλεξανδράκη. Από τα ωραιότερα κτίρια της παλαιάς Αθήνας με μεγάλο κήπο και με κάποια στοιχεία, απ’ όσο θυμάμαι, Αρ Νουβό.
Δίπλα στο σπίτι μας, στο διώροφο αριστερά, όπως φαίνεται στην φωτογραφία, έμενε το ζεύγος Φραντζεσκάκη του «Ζυγού». Όταν το σπίτι έγινε πολυκατοικία (η πρώτη της γειτονιάς), έφυγαν. Δεν έτυχε να ξανασυναντηθούμε. Τους κτυπούσα το κουδούνι, παιδί τότε, για μια καλημέρα με την ελπίδα όμως να μπω για λίγο μέσα στο διαμέρισμα, όπου θαύμαζα στους τοίχους ωραία έργα ζωγραφικής. Με είχαν εντυπωσιάσει οι πρωτότυπες μήτρες, για ακουαφόρτε και ξυλογραφία, που αναρτούσαν μαζί με τα άλλα έργα.

Δεξιά, η κατοικία Οικονόμου στέγασε για πολλά χρόνια το ένα από τα δύο παραρτήματα του Γ’ Γυμνασίου θηλέων. Από εκεί αποφοίτησαν η Μάρω Κοντού, η Νανά Μούσχουρη, η Μίκα Φατούρου και η Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου. Δεν έτυχε να τις συναντήσω τότε, αλλά έτυχε να τις γνωρίσω μετά από 40 σχεδόν χρόνια όλες στην Θεσσαλονίκη, πλήν της Μούσχουρη.
Προς το τέλος του ’50, αποφασίσθηκε η επέκταση του σπιτιού, με προσθήκη σε βάρος της αυλής. Η προσθήκη περιελάμβανε και πρόβλεψη ορόφου για την μελλοντική αποκατάσταση και των δύο γόνων της οικογένειας. Η επέμβαση όμως, σε ότι αφορά την αισθητική πλευρά, ήταν ατυχής. Ο αρχιτέκτων που ανέλαβε την μελέτη «εκμοντέρνισε» το νεοκλασικό, κάνοντάς το ένα άχαρο «minimal», όπως θα λέγαμε σήμερα.
Το «κουτί» της φωτογραφίας, σίγουρα δεν έχει την «χάρη» του παλαιού, αλλά να υπενθυμίσω ότι η περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχής του ’50, επέβαλε μία ασυγκράτητη ανανέωση σε όλα. Στα κτίρια , η αισθητική αγοραίου μπάουχαουζ των πολυκατοικιών, επέβαλε λιτές γραμμές και καθαρές επιφάνειες.


Το σπίτι λίγους μήνες πριν την κατεδάφιση.



Το διπλανό κτίριο της οικίας Οικονόμου, που στέγαζε για χρόνια το 3ο Γυμνάσιο Θηλέων















Η γιότσα με τα συμπληρώματά της, που φέραμε από το νησί, για να μην στερούμαστε την αύρα του.












Η φορτέτσα βέκκια μες το ιόνιο φώς,.









Και το τέλος μιας εποχής.